Οι υπουργοί Ενέργειας των 27 χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιέζονται να καταλήξουν σε συμφωνία για τον καθορισμό ορίου στις τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου στη σημερινή συνεδρίασή τους στις Βρυξέλλες, με τις χώρες του Νότου να πιέζουν για ένα πλαφόν κάτω ή λίγο πάνω από τα 200 ευρώ / μεγαβατώρα.
Πλέον ο διάλογος αφορά κυρίως την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για πλαφόν στην τιμή χονδρικής που ορίζεται σε κάποια από τα παράγωγα που διατίθενται στο ολλανδικό χρηματιστήριο αερίου TTF («Title Transfer Facility»).
Η πρόταση έχει σκοπό να δημιουργηθεί μια γέφυρα ανάμεσα στην ομάδα των κρατών μελών που ζητούν να επιβληθεί ευρύτερο πλαφόν και των χωρών εκείνων που δεν θέλουν να υπάρξει καμιά επέμβαση στην αγορά, όπως η Γερμανία.
Οι όροι που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ενεργοποίηση του μηχανισμού είναι υπερβολικά αυστηροί. Ο δυνητικός συμβιβασμός μπορεί να περιλαμβάνει χαμηλότερο πήχη τιμής η υπέρβαση του οποίου θα ενεργοποιεί το πλαφόν και ταυτόχρονα μηχανισμούς για την διασφάλιση της επάρκειας προσφοράς και της σταθερότητας των αγορών.
Το βέβαιο είναι ότι επιδιώκεται να υπάρξει ομόφωνη απόφαση των υπουργών Ενέργειας, όμως εάν υπάρχει ικανός αριθμός χωρών θα μπορούσαν να ξεπεραστούν οι γερμανικές ενστάσεις ως προς την πρόταση της Κομισιόν.
Αισιόδοξος ότι σήμερα οι υπουργοί Ενέργειας της Ε.Ε. θα καταλήξουν σε μία απόφαση για την επιβολή πλαφόν στην χονδρική τιμή του φυσικού αερίου, εμφανίστηκε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων μετά το πέρας των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Ο κ. Μητσοτάκης εκτίμησε πως θα πρόκειται για μία απόφαση εναρμονισμένη με τις ελληνικές επιδιώξεις και επέμεινε πως υπάρχει καθολική κατανόηση ότι δεν μπορεί να κλείσει ο χρόνος και να παραπέμψουμε το θέμα στο μέλλον.
Να σημειωθεί πάντως πως στόχος της επιβολής πλαφόν δεν είναι να πέσουν οι τιμές, αλλά να μην εκτιναχθούν ξανά σε υψηλά επίπεδα, όπως το καλοκαίρι. Ζητούμενο είναι να αποφευχθεί μια νέα έκρηξη στο φυσικό αέριο, κάτι που αρκετοί αναλυτές προβλέπουν ότι θα συμβεί τον Μάρτιο του 2023, έπειτα από ένα χειμώνα με αυξημένη ζήτηση, μετά το τέλος του οποίου, οι χώρες θα πρέπει να εφοδιαστούν ξανά και να γεμίσουν τις αποθήκες.