Η τιμή της κιλοβατώρας μπορεί να είναι η μοναδική έγνοια των καταναλωτών σε σχέση με τους νέους λογαριασμούς ενέργειας, ωστόσο είναι και η μονή παράμετρος που σε κάποιο βαθμό μπορούν να ελέγξουν. Υπάρχουν επιβαρύνσεις που δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν. Πρόκειται για τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις όπως αποτυπώνονται στο έντυπο των λογαριασμών, που είναι κοινές για όλους τους παρόχους και αφορούν τα τέλη χρήσης δικτύου και χρήσης συστήματος μεταφοράς, τις χρεώσεις ΥΚΩ (Υπηρεσίες Κοινής Ωφελείας) και τις χρεώσεις ΕΤΜΕΑΡ (πρώην τέλος ΑΠΕ).
Οι χρεώσεις δικτύων αναπροσαρμόζονται ανά τετραετία (ρυθμιστική περίοδος) βάσει των επενδυτικών προγραμμάτων των διαχειριστών (ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ) στην περίπτωση του ηλεκτρικού ρεύματος, ΔΕΣΦΑ και ΔΕΔΑ (μετά τη συγχώνευση των ΕΔΑ ΘΕΣΣ., ΕΔΑ Αττικής και ΔΕΔΑ) στην περίπτωση των λογαριασμών φυσικού αερίου.
Από τον περασμένο Μάιο υπερτριπλασιάστηκαν τα τέλη δικτύου για το σύνολο των καταναλωτών μέσης και χαμηλής τάσης, δηλαδή μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά, Ενα μέσο νοικοκυριό που καταναλώνει ετησίως 3.750 κιλοβατώρες επιβαρύνθηκε με πρόσθετο κόστος της τάξης των 76 ευρώ. Από 98 ευρώ που πλήρωνε πριν, υπολογίζεται ότι πληρώνει 174 ευρώ. Είχαν προηγηθεί από τον περασμένο Νοέμβριο αυξήσεις στα τέλη χρήσης συστήματος του ΑΔΜΗΕ. Συγκεκριμένα, για τις επιχειρήσεις υψηλής τάσης (ενεργοβόρες βιομηχανίες) η χρέωση συστήματος από 1,963 ευρώ/μεγαβατώρα το 2021 αναπροσαρμόστηκε σε 3,728 ευρώ/μεγαβατώρα, για τις επιχειρήσεις μέσης τάσης από 1,384 ευρώ/μεγαβατώρα σε 3,869 ευρώ/μεγαβατώρα, και για νοικοκυριά και επιχειρήσεις που είναι συνδεδεμένα με το δίκτυο χαμηλής τάσης από 6,35 ευρώ/ μεγαβατώρα σε 9,78 ευρώ/μεγαβατώρα.
Οι διαχειριστές δραστηριοποιούνται στις μονοπωλιακές αγορές των δικτύων ρεύματος και φυσικού αερίου με μηδενικό ρίσκο ανταγωνισμού και απολαμβάνουν ετήσιο ρυθμιζόμενο έσοδο το οποίο θα πρέπει να καλύπτει τις επενδύσεις τους και μια εύλογη απόδοση κεφαλαίων, το περίφημο Wacc. Το ύψος του Wacc ορίζει ουσιαστικά και το μέγιστο της κερδοφορίας των διαχειριστών γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια αποτελεί μόνιμη διαμάχη μεταξύ των διαχειριστών και της αρμόδιας αρχής, ΡΑΑΕΥ, που πρέπει να το εγκρίνει με βασικό κριτήριο τη χαμηλότερη δυνατή επιβάρυνση των καταναλωτών και τη διασφάλιση της ομαλής υλοποίησης των επενδυτικών προγραμμάτων και της βιωσιμότητας των εταιρειών.