Στα μέτρα που δρομολογεί το αρμόδιο υπουργείο περιλαμβάνεται η προσωρινή αφαίρεση της άδειας λειτουργίας επιχειρήσεων που κλέβουν ρεύμα –και μόνιμης σε περίπτωση υποτροπής– και προσωρινή ή οριστική αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας των ηλεκτρολόγων σε περίπτωση αποδεδειγμένης συνέργειας.
Με τα σημερινά δεδομένα ο περιορισμός της μάστιγας των ρευματοκλοπών επαφίεται στους ελέγχους του ΔΕΔΔΗΕ που διαχειρίζεται το δίκτυο και στο ρυθμιστικό πλαίσιο που θέτει η ΡΑΑΕΥ.
Τα επίσημα στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ για την εξέλιξη του φαινομένου δείχνουν ότι τόσο οι έλεγχοι όσο και το ρυθμιστικό και θεσμικό πλαίσιο δεν ήταν αποτελεσματικά. Από 0,2% της συνολικής κατανάλωσης ετησίως το 2003-2004, οι ρευματοκλοπές αυξήθηκαν σε 1,1% ετησίως τη διετία 2011-2013, σε 3,9% ετησίως τη διετία 2015-2016, σε 4,4% ετησίως το διάστημα 20182019, σε 4,9% το 2020-2021 και έφτασαν στο 5,32% το 2022.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της ΕΕ οι μη τεχνικές απώλειες, όπως ονομάζονται οι ρευματοκλοπές, βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, κοντά στο 1% και ακολουθούν σταθερή τάση μείωσης. Σε 19 από τις 23 χώρες για τις οποίες υπάρχουν δεδομένα, την 8ετία 2010-2018 ο ρυθμός μεταβολής ήταν αρνητικός, με μέση τιμή -3%.
Στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών συστημάτων, οι διαχειριστές διανομής υποχρεούνται από το ρυθμιστικό πλαίσιο να αγοράζουν ενέργεια για τις απώλειες των δικτύων τους, που σημαίνει ότι έχουν ισχυρό κίνητρο να περιορίσουν τις απώλειες.
Στην Ελλάδα ο ΔΕΔΔΗΕ δεν είχε μέχρι πρότινος κανένα κίνητρο, αφού το κόστος μεταφέρεται αρχικά στους προμηθευτές και μέσω αυτών στους καταναλωτές. Για πρώτη φορά η ΡΑΑΕΥ έθεσε στόχους στον ΔΕΔΔΗΕ για μείωση απωλειών, τους οποίους συνδέει με τη χρηματοδότησή τους, από το ετήσιο ρυθμιζόμενο έσοδό του σε περίπτωση που δεν τους πετύχει, με την απόφαση του 2020 και για τη ρυθμιστική περίοδο 2021-2024.