Αν και υπάρχει σημαντική αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας αυτή έχει ακόμη έστω και περιορισμένη επίδραση στον πληθωρισμό με τα καύσιμα να έχουν θετικό πρόσημο στη συνεισφορά τους στην ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας διαπιστώνεται σημαντική αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας, που επιτάχυνε τη μείωση του πληθωρισμού το προηγούμενο έτος, ασκεί πλέον πολύ μικρή αυξητική επίδραση καθώς η σύγκριση γίνεται με τις ήδη μειωμένες ενεργειακές τιμές της αντίστοιχης περιόδου του 2023. Ωστόσο, οι ενεργές εστίες γεωπολιτικής έντασης, η διατήρηση των περικοπών στην παραγωγή από τον OPEC+ αλλά και η ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας, αρχίζουν να δημιουργούν ήπιες ανοδικές πιέσεις στις τιμές του αργού πετρελαίου. Ως εκ τούτου, οι τιμές καυσίμων είχαν οριακά θετική συνεισφορά στον πληθωρισμό τον Απρίλιο, προσθέτοντας +0,2 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) ετησίως, σε σύγκριση με -1,3 π.μ. το 2023 και +3,1 π.μ. το 2022. Η μέση συνεισφορά των καυσίμων στην ετήσια μεταβολή του ΔΤΚ αναμένεται να παραμείνει ελαφρώς θετική και να κυμανθεί σε +0,2 π.μ. ανά μήνα, έως το τέλος του έτους.
Πάντως, όπως προκύπτει από τη σχετική μελέτη μετά από τη σημαντική υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων κατά το 9μηνο του 2023 − στο 1,6% το Σεπτέμβριο του 2023 και στο 2,4% κατά μ.ο. το 2ο και το 3ο τρίμηνο του 2023, με τη συνδρομή της κάμψης των διεθνών τιμών ενέργειας και άλλων πρώτων υλών από τα υψηλά του 2022, ο ελληνικός πληθωρισμός εμφανίζει αδράνεια. Η ετήσια μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή επιταχύνθηκε στο 3,3% το 4ο τρίμηνο του 2023 – με βασική αιτία την καταστροφική πλημμύρα στη Θεσσαλία το Σεπτέμβριο, που τροφοδότησε νέες ανατιμήσεις στα τρόφιμα – με μικρή υποχώρηση στο +3,1% ετησίως τόσο τον Απρίλιο όσο και στο 4μηνο του 2024.
Όμως, η επιμονή του πληθωρισμού αντανακλά την επίδραση πρόσθετων παραγόντων, δεδομένου ότι οι δυνάμεις που συνέτειναν στην πληθωριστική ανάφλεξη την περίοδο 2022-23 (εκτόξευση διεθνών τιμών πρώτων υλών, ενεργειακή κρίση, σημαντικές δυσλειτουργίες στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα) δε διαδραματίζουν πλέον σημαντικό ρόλο.
Πιο συγκεκριμένα:
• Η ενέργεια έχει πλέον περιορισμένη επίδραση αλλά παραμένει εστία αβεβαιότητας
• Ο πληθωρισμός στις περισσότερες κατηγορίες αγαθών (πλην τροφίμων) έχει αποκλιμακωθεί αισθητά σε αντιστοιχία με τις τάσεις που παρατηρούνται διεθνώς
• Ο πληθωρισμός τροφίμων επιβραδύνεται αλλά παραμένει υψηλός κυρίως λόγω της μεγαλύτερης βαρύτητας του ελαιολάδου αλλά και δυσμενών κλιματικών επιδράσεων
• Τα περιθώρια κέρδους των εταιριών αρχίζουν να ομαλοποιούνται αλλά συνεισέφεραν σημαντικά στην αδράνεια του πληθωρισμού ειδικά στα αγαθά
• Ο τομέας των υπηρεσιών αποτελεί το βασικό αποδέκτη της ζήτησης και συνιστά πλέον την κύρια αιτία της βραχυπρόθεσμης ακαμψίας του πληθωρισμού
Οι αυξήσεις στις τιμές των αγαθών, εκτός καυσίμων και τροφίμων, υποχώρησαν σημαντικά, στο +1,7% ετησίως τον Απρίλιο έναντι ανατιμήσεων +5,1% ετησίως το 2022 και +7,0% το 2023. Ο πληθωρισμός στη συγκεκριμένη κατηγορία αγαθών κορυφώθηκε το 2023 εξαιτίας της έντονης αύξησης στο κόστος παραγωγής − από το συνδυασμό της μεταπανδημικής έκρηξης της ζήτησης με τις αναταράξεις στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες − και τη ραγδαία αύξηση των τιμών ενέργειας και άλλων πρώτων υλών και παραγωγικών εισροών, που επέφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Η ταχύτητα αποκλιμάκωσης θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη εάν δεν παρέμεναν ανθεκτικά τα περιθώρια κέρδους των μεταποιητικών επιχειρήσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, τα οποία κινήθηκαν σε πολυετή υψηλά από τα μέσα του 2021 έως και τα μέσα του 2023, όταν και ξεκίνησαν να υποχωρούν.
Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα, ο οποίος συνεχίζει να αποτελεί και μείζον κοινωνικό θέμα, υποχώρησε στο ακόμη υψηλό 5,4% ετησίως τον Απρίλιο, με ορισμένες κατηγορίες να σημειώνουν μικρή μείωση στο επίπεδο τιμών τους, τόσο σε μηνιαία όσο και σε ετήσια βάση (δημητριακά, ψωμί, αυγά, γαλακτοκομικά και ορισμένα επεξεργασμένα τρόφιμα). Όμως, η ζημιά σε τμήμα της παραγωγής, που προξένησε η καταστροφική πλημμύρα από την καταιγίδα Daniel, σε συνδυασμό με την ανελαστική ζήτηση και τα ανθεκτικά περιθώρια κέρδους των παραγωγών, και ακόμη περισσότερο του λιανεμπορίου, απέτρεψαν την ταχύτερη επιβράδυνση του πληθωρισμού τροφίμων.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να τονισθεί ότι μεγάλη πληθωριστική επίδραση άσκησε και το ελαιόλαδο, το οποίο παραδοσιακά σταθμίζεται με πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στον ελληνικό ΕνΔΤΚ (0,9% έναντι 0,2% στην Ευρωζώνη, το 2024). Η μέση τιμή του ελαιολάδου αυξήθηκε κατά +29,4% ετησίως το 2023 και κατά +63,7% ετησίως τον Απρίλιο του 2024, προσθέτοντας 0,5 π.μ. στην ετήσια μεταβολή του ΔΤΚ (από περίπου +0,2 π.μ. το 2023) και επεξηγώντας σχεδόν το 50% της αύξησης του συνολικού πληθωρισμού τροφίμων, κατά την ίδια περίοδο. Συγκεκριμένα, εάν αφαιρεθούν οι επιδράσεις του ελαιολάδου, η ετήσια μεταβολή του ΔΤΚ τροφίμων & μη-αλκοολούχων ποτών για την Ελλάδα τον Απρίλιο του 2024 εκτιμάται ότι θα ήταν 2,6% ετησίως (από 5,4% ετησίως για το συνολικό δείκτη), προσεγγίζοντας την αντίστοιχη της Ευρωζώνης (+2,2% ετησίως τον Απρίλιο), με καθοδική τάση, εν μέσω αποκλιμάκωσης των διεθνών τιμών τροφίμων αλλά και άλλων συνιστωσών του κόστους παραγωγής.
Με βάση τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας καταγράφεται μεγάλη αύξηση των υπηρεσιών με τον ρόλο της ζήτησης, όσον αφορά τις ανατιμήσεις στις υπηρεσίες, είναι αναμφισβήτητος, καθώς ο βαθμός χρησιμοποίησης του διαθέσιμου παραγωγικού δυναμικού στις υπηρεσίες, που είναι ως επί το πλείστον μη εμπορεύσιμες διεθνώς, κυμαίνεται κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα (στο 92,0% το 2ο τρίμηνο του έτους). Παράλληλα, η κατηγορία των διεθνώς εμπορεύσιμων υπηρεσιών (όπως λ.χ. καταλύματα, αεροπορικές μεταφορές) εμφάνισε σημαντικά υψηλότερο πληθωρισμό, σε σχέση με το μέσο πληθωρισμό υπηρεσιών τους τελευταίους μήνες.
Η Δ/νση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ προβλέπει ότι ο πληθωρισμός, βάσει ΔΤΚ, θα διαμορφωθεί στο 2,6% ετησίως κατά μ.ο. το 2024, με επιβράδυνση κοντά στο 2,0% κατά μ.ο. το 2ο εξάμηνο του έτους ενώ παρά την υπεραπόδοση του τουρισμού και την αντοχή της εγχώριας ζήτησης, εκτιμά ότι τα περιθώρια νέων ανατιμήσεων στις υπηρεσίες θα περιοριστούν αισθητά προς τα τέλη του 2024.