Η κατανάλωση ηλεκτρισμού στην Ελλάδα θα αυξηθεί σημαντικά έως το 2050 σύμφωνα με τη μελέτη «Grids for Speed» που εκπόνησε η Eurelectric και παρουσιάστηκε χθες στο συνέδριο του ευρωπαϊκού φορέα των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού που φιλοξενεί η ΔΕΗ και πραγματοποιείται στο Λαγονήσι.
Όπως προκύπτει από τη σχετική μελέτη η συνολική κατανάλωση ηλεκτρισμού στην Ελλάδα το 2050 θα υπερβεί τις 80 TWh από περίπου 50 TWh που ήταν το 2020. Για να καταστεί εφικτός ο μαζικός εξηλεκτρισμός των μεταφορών, της θέρμανσης και της βιομηχανίας, να ενσωματωθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να αντέξουν τα δίκτυα σε συχνότερες ακραίες καιρικές συνθήκες και απειλές στον κυβερνοχώρο, χρειάζονται περισσότερες επενδύσεις. Και για να καταστεί εφικτή η διαχείριση της υψηλής κατανάλωσης απαιτούνται επενδύσεις στα δίκτυα διανομής ύψους 1 δισ. ευρώ ετησίως για τα επόμενα 25 χρόνια.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη μελέτη της Eurelectic, η κατανάλωση ηλεκτρισμού του τομέα μεταφορών από μηδενική που είναι σήμερα θα φθάσει στο 2050 στο επίπεδο της κατανάλωσης ρεύματος που θα έχει τότε η βιομηχανία δηλαδή περίπου 20 TWh.
Σύμφωνα με τη μελέτη η κατανάλωση ρεύματος από τη βιομηχανία θα έχει αυξητική τάση. Από τις περίπου 10 TWh το 2020, η μελέτη εκτιμά ότι η κατανάλωση θα αυξάνεται ως το 2030 και στη συνέχεια θα μείνει στάσιμη με οριακές διαφοροποιήσεις ως το 2050 και ετήσια κατανάλωση λίγο κάτω από τις 20 TWh.
Τη μεγαλύτερη κατανάλωση θα συνεχίσουν να έχουν τα κτίρια, στα οποία μάλιστα αναμένεται να κορυφωθεί στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, ξεπερνώντας τις 40 TWh από 30 TWh το 2020. Από το 2030 και μετά η κατανάλωση των κτιρίων θα μειώνεται υποχωρώντας κάτω από τις 40 TWh κατά τη δεκαετία μεταξύ 2040-50.
Συνολικά για την Ευρώπη, η έρευνα εκτιμά ότι οι επενδύσεις στο δίκτυο θα πρέπει να αυξηθούν από τα 33 δις. ευρώ κατά μέσο όρο, σε 67 δις. ευρώ ετησίως από το 2025 έως το 2050. Πρόκειται για ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου 20% των συνολικών δαπανών της ΕΕ για εισαγωγές ορυκτών καυσίμων το 2023. Ας σημειωθεί ότι η μελέτη αφορά στις 27 χώρες της ΕΕ συν τη Νορβηγία.
Στόχος του εκσυγχρονισμού των δικτύων διανομής (ΔΕΔΔΗΕ) τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες χώρες της Ευρώπης είναι να μπορούν να εξυπηρετήσουν τον στόχο για μαζικό εξηλεκτρισμό των μεταφορών, της θέρμανσης και της βιομηχανίας, με ενσωμάτωση των ΑΠΕ και των μονάδων αποθήκευσης.
Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν διπλασιαστεί οι επενδύσεις στα δίκτυα διανομής και μεταφοράς (ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ) Συγκεκριμένα το 2023 οι δυο διαχειριστές πραγματοποίησαν επενδύσεις ύψους 1,2 δισ. ευρώ (περίπου 50-50), ενώ το 2022 οι κοινές επενδύσεις ανέρχονταν σε περίπου 600 εκατ. ευρώ και το 2019 ήταν μόλις 400 εκατ ευρώ.
Για να ανταποκριθούν τα δίκτυα στην αυξημένη ζήτηση ηλεκτρισμού και να προχωρήσουν οι επενδύσεις με τους ταχύτατους ρυθμούς που επιβάλλονται θα χρειαστεί να εφαρμοστούν γρήγορα οι αναγκαίες αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο, ειδικά κατά την περίοδο 2025-2027. Μάλιστα προτείνεται για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων να χρησιμοποιηθούν και οι αναθεωρήσεις των αμοιβών των Διαχειριστών του Δικτύου.
Η μελέτη τονίζει ακόμα ότι παρά τα διαφορετικά ρυθμιστικά πλαίσια που ισχύουν για τους Διαχειριστές Δικτύων στις διάφορες χώρες της Ευρώπης, οι Διαχειριστές αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις όσον αφορά στις επενδυτικές δαπάνες.
‘Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Eurelectric και διευθύνων σύμβουλος της γερμανικής e.on κ. Leonhard Birnbaum, στη συνέντευξη τύπου για την παρουσίαση της μελέτης, η ενεργειακή μετάβαση είναι γεγονός, είναι δυναμική και είναι μεγάλη, ανεξάρτητα από ευρωεκλογές και στόχους.
Τόνισε ότι οι ΑΠΕ είναι παρούσες και ότι οι δυνατότητες των δικτύων δεν είναι απεριόριστες, πράγμα που αυξάνει τις προκλήσεις όσο προστίθενται νέες ΑΠΕ.
«Για μία επιτυχημένη ενεργειακή μετάβαση, η ΕΕ χρειάζεται μία τεράστια επαύξηση χωρητικότητας των δικτύων. Οι επενδύσεις από τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς και διανομής πρέπει να διπλασιαστεί. Αν και αυτό θα απαιτήσει σημαντική αύξηση των επενδύσεων, το κόστος της μη επένδυσης είναι ακόμη υψηλότερο» πρόσθεσε συμπληρώνοντας ότι οι επενδύσεις που χρειάζονται είναι πράγματι υψηλές αλλά μπορούν να είναι διαχειρίσιμες και επωφελείς για τους καταναλωτές.