γράφει ο Κωστής Γριμάνης
Φέτος, οι παγκόσμιες εκπομπές ΑτΘ αναμένεται να φτάσουν το υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών με τον μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης τα τελευταία 50 χρόνια, την ίδια ώρα που το 2022 καταγράφεται ώς το 5o πιο ζεστό έτος από τότε που ξεκίνησαν οι καταγραφές.
Παρότι οι ενδείξεις για την αλόγιστη και μη βιώσιμη κατανάλωση φυσικών πόρων γίνονται ολοένα και πιο αισθητές, συνεχίζουμε να διατηρούμε το έλλειμμα – ρευστοποιώντας αποθέματα πόρων και συσσωρεύοντας απόβλητα, κυρίως διοξείδιο του άνθρακα, στην ατμόσφαιρα.
Ίσως αναρωτηθεί κάποιος γιατί θα πρέπει να μας προβληματίζουν τα παραπάνω, όταν υπάρχουν ήδη αρκετά σοβαρά θέματα στο πιάτο μας όπως η ενεργειακή κρίση, ο πόλεμος στην Ουκρανία και μια παγκόσμια οικονομική ύφεση που φαίνεται να ξεκινά. Κι όμως, όλα τα παραπάνω συνδέονται. Η ενεργειακή κρίση που διάγουμε αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Όταν αυτή καταλαγιάσει, θα φανεί μια ακόμη μεγαλύτερη κρίση, που δεν είναι άλλη από την αποσταθεροποίηση του κλίματος του πλανήτη μας.
Τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, οι πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης εντείνουν τις προσπάθειες διείσδυσης των καθαρών πηγών ενέργειας με στόχο να περιορίσουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα, κάποιοι ακόμα σχεδιάζουν διαφορετικά, επενδύοντας σε ορυκτά καύσιμα και πρωτίστως σε υποδομές ορυκτού αερίου, με το πρόσχημα ότι αυτό αποτελεί την απαραίτητη γέφυρα για την ενεργειακή μετάβαση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, μόνο σε ό,τι αφορά τις υποδομές σε αγωγούς αερίου, ο προϋπολογισμός των ανεκτέλεστων έργων που έχουν ανακοινωθεί ξεπερνά τα 10 δις €, ποσό υπερδιπλάσιο αυτού που προβλέπει το ισχύον και υπό αναθεώρηση Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Πρόσφατη μελέτη του ελληνικού γραφείου της Greenpeace αναδεικνύει ότι στο υφιστάμενο ΕΣΕΚ δεν υπάρχει “χώρος” για πολλές νέες μονάδες ορυκτού φυσικού αερίου, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι κάποιες από τις παλιές αποσύρονται. Οι παλαιότεροι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύση αερίου θα πρέπει να αποσυρθούν πρόωρα πριν από τη λήξη του κύκλου ζωής τους, την ίδια στιγμή που η οικονομική βιωσιμότητα των νέων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής υπονομεύεται. Πρόσφατη μελέτη του Carbon Tracker αναδεικνύει ότι το 6% των μονάδων “φυσικού” αερίου στην Ελλάδα λειτουργεί σήμερα με ζημία, ποσοστό που αυξάνεται σε 10% το 2030 και 35% το 2035. Αν όλα τα έργα προχωρήσουν, η κατάσταση περιγράφεται ως “καταστροφική” με απώλειες της τάξης των 400 εκατομμυρίων δολαρίων.
Εκτός όμως από πλευράς οικονομικής βιωσιμότητας, οι προτεινόμενες επενδύσεις ορυκτού αερίου λένε μόνο τη μισή αλήθεια για τις εκπομπές ΑτΘ. Δεδομένου ότι ο στόχος είναι η μείωση όλων των αερίων του θερμοκηπίου και όχι μόνο του CO2, στην παραπάνω μελέτη της Greenpeace εξετάστηκε η συνολική συμβολή του ορυκτού αερίου στην αποσταθεροποίηση του κλίματος, λαμβάνοντας υπόψη τη διαρροή μεθανίου (CH4) που συνδέεται με τη μεταφορά και τη χρήση του αερίου. Για την Ελλάδα, στην περίπτωση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με αέριο, οι ισοδύναμες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2eq) είναι από 2 έως και 3 φορές μεγαλύτερες από εκείνες που υπολογίζονται και που προέρχονται αποκλειστικά από την καύση αερίου.
Δυστυχώς, ακόμα κι αν όλα τα παραπάνω επαρκούν για να προδιαγράψουν ένα δυστοπικό μέλλον τόσο για το φυσικό περιβάλλον όσο και για εμάς τους πολίτες, η ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να πτοείται από τις μελανές ενδείξεις. Επιμένει στην εγχώρια ανάπτυξη και παραγωγή κοιτασμάτων υδρογονανθράκων όταν ακόμη και ο “συντηρητικός” Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) κρούει των κώδωνα του κινδύνου, σημειώνοντας πως καμία νέα επένδυση σε υποδομές ορυκτών καυσίμων δεν θα έπρεπε να προχωρήσει από το 2021 και έπειτα στον κόσμο αν θέλουμε να παραμείνουμε εντός των ανεκτών ορίων αύξησης της μέσης πλανητικής θερμοκρασίας στον 1,5℃.
Εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν ακόμα κι αν επί του παρόντος δεν είναι οι τέλειες. Είναι όμως ό,τι καλύτερο έχουμε στη διάθεσή μας για να καμφθεί το πρόβλημα, μπορεί να εφαρμοστεί με κοινωνικά δίκαιο και δημοκρατικό τρόπο και έχει δυνατότητες να αναπτυχθεί περαιτέρω, λόγω της τεχνολογικής προόδου. Ο χρόνος μας τελειώνει. Όσο το λέμε, τόσο χάνουμε περισσότερο από αυτόν. Όσο κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά, τότε μόνο κερδίζουμε.
Ο Κωστής Γριμάνης δραστηριοποιείται σε θέματα διαχείρισης και προστασίας φυσικού περιβάλλοντος με ιδιαίτερη έμφαση τα παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα. Τον Απρίλιο του 2019 ανέλαβε την εκστρατεία για την Κλιματική Δικαιοσύνη του ελληνικού γραφείου της Greenpeace.