Ο νέος κανονισμός που αφορά σε μεγάλο βαθμό και την ενεργειακή αγορά, στηρίζεται στην υφιστάμενη οδηγία για τον οικολογικό σχεδιασμό, η οποία έχει οδηγήσει με επιτυχία στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των προϊόντων στην ΕΕ εδώ και σχεδόν 20 χρόνια. Συγκεκριμένα, θα επιτρέψει τον σταδιακό καθορισμό απαιτήσεων επιδόσεων και πληροφοριών για βασικά προϊόντα που διατίθενται στην αγορά της ΕΕ.
Μια πτυχή της νέας νομοθεσίας που έχει μεγάλο ενδιαφέρον αφορά στα νέα μέτρα για τον τερματισμό της σπάταλης και επιβλαβούς για το περιβάλλον πρακτικής της καταστροφής μη πωληθέντων καταναλωτικών προϊόντων.
Οι εταιρείες θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την πρόληψη αυτής της πρακτικής. Αρχικά οι νομοθέτες της ΕΕ θέσπισαν άμεση απαγόρευση της καταστροφής μη πωληθέντων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και προϊόντων υπόδησης, με παρεκκλίσεις για τις μικρές επιχειρήσεις και μεταβατική περίοδο για τις μεσαίες επιχειρήσεις.
Με την πάροδο του χρόνου, άλλοι τομείς θα μπορούσαν να καλύπτονται από τέτοιες απαγορεύσεις, εάν χρειαστεί. Επιπλέον, με τη νέα νομοθεσία οι μεγάλες εταιρείες θα πρέπει να δημοσιοποιούν κάθε χρόνο πόσα μη πωληθέντα καταναλωτικά προϊόντα απορρίπτουν και γιατί. Αυτό αναμένεται να αποθαρρύνει σημαντικά τις επιχειρήσεις από την εφαρμογή αυτής της πρακτικής.
Η παραγωγή προϊόντων εντός και εκτός της ΕΕ απαιτεί τεράστιες ποσότητες υλικών, ενέργειας και άλλων πόρων και προκαλεί σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, από την εξόρυξη πρώτων υλών έως τη μεταποίηση, τη μεταφορά, τη χρήση και το τέλος του κύκλου ζωής των προϊόντων. Είναι ενδεικτικό, πως το ήμισυ των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και το 90 % της απώλειας βιοποικιλότητας προκαλούνται από την εξόρυξη και την επεξεργασία πρωτογενών πρώτων υλών. Στις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις περιλαμβάνονται η σημαντική εξάντληση των πόρων, η παραγωγή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και βεβαίως η ρύπανση. Εκτιμάται λοιπόν πως το φρένο στην καταστροφή μη πωληθέντων καταναλωτικών προϊόντων θα έχει ένα πολύ σημαντικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.