«Είμαστε στο σημείο μηδέν αν δεν το έχουμε ξεπεράσει. Αν φτάσουμε σε αυτό που όλοι φοβόμαστε, την λεγόμενη αυτοτροφοδοτούμενη κλιματική κρίση δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Κινδυνεύει ο πλανήτης, κινδυνεύει ο άνθρωπος, και ως βιολογικό ον αλλά και ως ον δημιουργίας πνεύματος, επιστήμης και πολιτισμού, διότι ο άνθρωπος δεν βρίσκεται στη γη ως ον που απλώς επιβιώνει», επισήμανε μεταξύ άλλων ο κ. Παυλόπουλος στην ομιλία του με τίτλο «Από την Κλιματική Αλλαγή στην Κλιματική Κρίση: Πρόσφοροι "δείκτες πορείας" για την ερμηνεία του Συντάγματος»
Όπως είπε ο κ. Παυλόπουλος «ολοένα και περισσότερο εδραιώνεται η πεποίθηση ότι στην εποχή μας κυριαρχεί ένα αίσθημα αβεβαιότητας το οποίο καταλήγει, μεταξύ άλλων, και στην έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς την ικανότητα του κρατικού μηχανισμού να διαχειρισθεί «τις τύχες» του κοινωνικού συνόλου μέσα στην δίνη των σύγχρονων μεγάλων και «πολυπρισματικών» προκλήσεων» ενώ προσέθεσε ότι «αυτό το αίσθημα αβεβαιότητας οφείλεται, τουλάχιστον κατά κύριο λόγο, στις «αναταράξεις» που προκαλούν, στο πλαίσιο του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, από την μια πλευρά ορισμένες πτυχές της οικονομικής παγκοσμιοποίησης». «Και, από την άλλη πλευρά, η οικολογική ανισορροπία λόγω της ραγδαίας κλιματικής αλλαγής, η οποία έχει πάρει εδώ και καιρό τα χαρακτηριστικά μιας άκρως δυσοίωνης και «βασανιστικώς» επιδεινούμενης κλιματικής κρίσης. Είναι προφανές ότι οι δύο αυτές αιτίες δημιουργίας του αισθήματος αβεβαιότητας συνδέονται μεταξύ τους, αν αναλογισθεί κανείς το ότι η «μετάπτωση» της κλιματικής αλλαγής σε κλιματική κρίση έχει τις ρίζες της, εν πολλοίς, και στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν ισχυροί και καταλυτικώς επιδραστικοί φορείς της οικονομικής παγκοσμιοποίησης την οικονομική ανάπτυξη in globo και τους όρους εκδήλωσης της εντεύθεν εκδηλούμενης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία την προωθεί παγκοσμίως. Μια οικονομική ανάπτυξη η οποία, επιπροσθέτως και δίχως προσχήματα πια, ουδόλως ανταποκρίνεται στις βασικές απαιτήσεις της αυθεντικής αειφορίας και, κατά συνέπεια, της γνήσιας βιωσιμότητας», υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος.
Παράλληλα τόνισε ότι «είμαστε πολύ κοντά, αν δεν το έχουμε ήδη υπερβεί, στο «σημείο μηδέν»- για την αποτελεσματική λήψη των μέτρων, προληπτικών και κατασταλτικών, τα οποία με βάση τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα μπορούν ν' ανακόψουν την «επέλαση» της οικολογικής ανισορροπίας ή, όσο αυτό είναι εφικτό, και να διευκολύνουν την σταδιακή επάνοδο σε συνθήκες επαρκούς οικολογικής ισορροπίας και πραγματικής αειφόρου και βιώσιμης ανάπτυξης». Επιπλέον σημείωσε ότι «επικεντρώνοντας την ανάλυση στα δεδομένα της ελληνικής έννομης τάξης, η μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και της κλιματικής κρίσης -η οποία είναι καταδήλως «παρούσα» και στην χώρα μας- επιβάλλει όχι μόνο την θέσπιση των κατάλληλων κανόνων δικαίου αλλά και την ερμηνεία των ισχυουσών κανονιστικών ρυθμίσεων υπό το πρίσμα του θεσμικού «προτάγματος» της προστασίας του περιβάλλοντος και της κανονιστικής «θωράκισης» του εκάστοτε διαμορφούμενου «Περιβαλλοντικού Κεκτημένου». Και εδώ αποκτά, οπωσδήποτε, βαρύνουσα σημασία -πέραν της ερμηνείας των ειδικών διατάξεων του άρθρου 24 περί προστασίας του περιβάλλοντος- η ερμηνεία συγκεκριμένων θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος, ιδίως δε των γενικών ρητρών που εμπεδώνουν κανονιστικώς τον ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα».
Στη συνέχεια ο κ. Παυλόπουλος αναφέρθηκε αναλυτικά στο τι συμβαίνει σε επίπεδο διεθνούς κοινότητας, ευρωπαϊκής αλλά και ελληνικού συντάγματος.
«Σε ό,τι αφορά την διεθνή κοινότητα, αυτή θεσπίζει -π.χ. στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στο Κιότο, στο Παρίσι- κανόνες Διεθνούς Δικαίου για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της κλιματικής κρίσης, τους οποίους κυρίως οι ισχυρότερες οικονομικώς χώρες περιφρονούν προκλητικώς, μετατρέποντάς τους στην πράξη σε «ευχολόγια» χωρίς ίχνος κανονιστικής «ικμάδας». Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά την πλειάδα διατάξεων του πρωτογενούς και του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου για την κλιματική αλλαγή και για την κλιματική κρίση τα όργανά της -και προεχόντως τα κορυφαία- ακολουθούν και στον τομέα αυτόν τακτική «ουραγού». Με την έννοια πως μολονότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστήσει το διεθνές δίκαιο για την κλιματική Αλλαγή και για την κλιματική Κρίση αναπόσπαστο μέρος του «Ευρωπαϊκού Κεκτημένου», τα όργανα αυτά διστάζουν ή και ολιγωρούν επιδεικτικώς να «χαράξουν» την πολιτική εκείνη, η οποία θ' αντιστοιχούσε στον «πλανητικό» ρόλο που της αναλογεί προς αυτή την κατεύθυνση», σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος και κατέληξε: «Όσο για την Ελλάδα, «κληρονόμο» του πρώτου και βασικού «πυλώνα» του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δηλαδή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που «δίδαξε» και «διδάσκει» ανά τους αιώνες και σε παγκόσμια κλίμακα την αξία του ανθρωπισμού, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης -προεχόντως δε της κοινωνικής δικαιοσύνης- πρέπει, χωρίς αμφιβολία και χωρίς δισταγμούς, να εκπληρώσει, έστω και ακολουθώντας μια μοναχική και επίπονη πορεία, την αποστολή η οποία αρμόζει στην ιστορία της και στην όλη πολιτισμική της παράδοση: Αξιοποιώντας όλα τα μέσα, θεσμικά και μη, τα οποία είναι διαθέσιμα με βάση το διεθνές δίκαιο, το ευρωπαϊκό δίκαιο και την έννομη τάξη της που έχει ως «βάση» και «κορυφή» το ισχύον Σύνταγμα, μπορεί και πρέπει να πρωταγωνιστήσει στον αγώνα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της κλιματικής κρίσης, επέκεινα δε στον αγώνα για την υπεράσπιση του ανθρώπου και του πλανήτη».
Από την πλευρά του ο γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών Χρήστος Ζερεφός αναφέρθηκε στην «εφαρμογή των διεθνών και ευρωπαϊκών πρωτοκόλλων και κανονισμών στην προστασία του περιβάλλοντος εν γένει και ειδικότερα στην αντιμετώπιση και προσαρμογή στην κλιματική κρίση». Ο κ. Ζερεφός επισήμανε ότι οι συγκεντρώσεις του διοξειδίου του άνθρακα έχουν πάρει την ανιούσα μετά τη δεκαετία του ‘60 και τόνισε ότι η θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς ειδικά δε στην περιοχή της Μεσογείου, η οποία θερμαίνεται πιο γρήγορα από τον υπόλοιπο πλανήτη.« Το 2023 ήταν ένα έτος που θα θυμόμαστε», υπογράμμισε ο κ. Ζερεφός επισημαίνοντας τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες που σημειώθηκαν αλλά και τις φυσικές καταστροφές που "σημάδεψαν" το περασμένο έτος.
« Όσα σας παρουσίασα δείχνουν σε πόσο επικίνδυνη περίοδο έχουμε φτάσει», υπογράμμισε και τόνισε ότι αν δεν «κάνουμε τίποτα» στο τέλος του αιώνα οι θερμοκρασίες μπορεί να φτάσουν έως και 6 βαθμούς πάνω από το κανονικό.
Τον διάλογο συντόνισε ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, Σταμάτιος Κριμιζής (Α' Τάξη, έδρα Επιστήμης του Διαστήματος).