Η Ελλάδα έχει την τρίτη υψηλότερη τιμή βενζίνης στην ΕΕ, μετά την Ολλανδία και τη Δανία, την πέμπτη ακριβότερη στην Ευρώπη και την έβδομη παγκοσμίως σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Παγκόσμιου Παρατηρητηρίου των τιμών της βενζίνης.
Παρόλο που οι γεωπολιτικοί και ενεργειακοί λόγοι είναι διεθνείς και επιβαρύνουν εξίσου και τις υπόλοιπες χώρες, στην Ελλάδα όπως και σε άλλες κρίσεις (υγειονομική, ενεργειακή κρίση) οι επιπτώσεις είναι σαφώς μεγαλύτερες. Όπως και στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου έτσι και στην τιμή της βενζίνης η Ελλάδα έχει από τις υψηλότερες τιμές διεθνώς.
Η κυβέρνηση φαίνεται απρόθυμη να προβεί σε λύσεις που θα οδηγούσαν στην εξυγίανση και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς καυσίμων, που θα ανακούφιζαν τους καταναλωτές. Σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (ΠΟΠΕΚ) η κυβέρνηση αρνείται και αδυνατεί να επιλύσει υφιστάμενα προβλήματα του κλάδου τους.
Η παράδοξη πρωτιά της Ελλάδας και στον τομέα των καυσίμων, που είναι ακόμα πιο παράλογη λαμβάνοντας υπόψη και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών στην Ελλάδα, όπου το βιοτικό επίπεδο βρίσκεται στη τρίτη χειρότερη θέση της ΕΕ, εξηγείται από διάφορές στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς.
Ενδεικτικά: το λαθρεμπόριο καυσίμων, η νοθεία καυσίμων και η αδιαφάνεια στη διαμόρφωση των τιμών οδηγεί σε σοβαρές επιπτώσεις στα έσοδα του κράτους, στην ισορροπία της αγοράς, στις τιμές και στον ΕΦΚ.
Επιπλέον δεν πραγματοποιείται ουσιαστικός έλεγχος στη διακίνηση καύσιμων, αφού δεν έχουν εκδοθεί οι σχετικές ΚΥΑ και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης. Η εγκατάσταση GPS στα βυτία των καυσίμων, θα μπορούσε να ενισχύσει τον έλεγχο της αγοράς και είναι απαραίτητος αλλά ούτε αυτό έχει υλοποιηθεί. Όπως δεν έχει υλοποιηθεί και ο απαιτούμενος εκσυγχρονισμός του πληροφοριακού συστήματος της διακίνησης καύσιμων. Η κυβέρνηση του επιτελικού κράτους δεν επιθυμεί να προχωρήσει στην επίλυση παθογενειών του ελληνικού συστήματος.
Βέβαια πέραν αυτών, βασική αιτία αποτελούν οι φόροι όπως για παράδειγμα ο ΕΦΚ καυσίμων. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Βενζινοπωλών Ελλάδος σε κάθε λίτρο βενζίνης επιβάλλεται Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης 0,70 ευρώ (ή 700 ευρώ ανά 1.000 λίτρα).
Σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα, το 35,5% της τιμής του καυσίμου αντιστοιχεί στο διυλιστήριο, το 58,8% αντιστοιχεί σε φόρους (ΕΦΚ, ΦΠΑ κτλ) και το υπόλοιπο 5,7% αντιστοιχεί στο περιθώριο κέρδους των διανομέων και των πρατηρίων.
Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, ο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ έχει προτείνει από την αρχή της ενεργειακής κρίσης μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, αυστηρούς ελέγχους στην αγορά καυσίμων με παραδειγματικά πρόστιμα σε παραβάτες, και φορολόγηση των υπερκερδών των διυλιστηρίων (πέραν των παραγωγών ενέργειας), όπως ακριβώς προβλέπεται και στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εστίαζε στην έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης, όπως αποκαλεί τη φορολόγηση των υπερκερδών των διυλιστηρίων κατά το οικονομικό έτος 2022, όπου στη χώρα μας εκτιμώνται σε 2,6 δισ. ευρώ. Για τη φορολόγηση αυτή, η κυβέρνηση επέλεξε τον κατώτατο φορολογικό συντελεστή που επιτάσσει ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2022/1854 (δηλαδή 33%) και περιόρισε την εφαρμογή του μόνο το 2022 και όχι το 2023, όπως προέβλεπε η Ευρ. Επιτροπή. Έτσι, τα δυο διυλιστήρια κρατούν, ως δώρο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, στο ταμείο τους ποσό άνω των 1,7 δισ. ευρώ, αφού τα υπερκέρδη του 2022 με συντελεστή 90% θα απέδιδαν 2,34 δισ. ευρώ.
Επιπλέον, σε απάντησή μετά από σχετική ερώτησή μας στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου της κυβέρνησης, προέκυψε ότι το ποσό που τελικά βεβαιώθηκε ως έκτακτη εισφορά από τα υπερκέρδη των διυλιστηρίων της οικονομικής χρήσης 2022, είναι κατώτερο και από αυτό που υπολόγιζαν ακόμα και οι ίδιες οι εταιρίες. Η κυβέρνηση υπολόγισε την επιστροφή 629,89 εκατ. ευρώ υπερκερδών όταν οι ίδιες οι εταιρίες τα υπολόγιζαν 662,138 εκατ. ευρώ. Το τελικό ποσό που βεβαιώθηκε δηλαδή, υπολείπεται κατά 32,246 εκατ. ευρώ ακόμα και από τους αρχικούς υπολογισμούς των δύο εταιρειών διύλισης.