«Να μην βάλουμε πιο φιλόδοξους από τους στόχους που, ήδη, έχουμε. Να πιέσουμε στη διεθνή διαπραγμάτευση περισσότερο. Και να βάλουμε στην άκρη χρήματα για την προσαρμογή, διότι στο τέλος της ημέρας η κλιματική αλλαγή -για τα επόμενα 30 με 40 χρόνια- είναι δεδομένη, ότι και αν κάνουμε στο CO2» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Ο Υπουργός ανέφερε πως η Ευρώπη έχει ένα μικρό κομμάτι των ρύπων του πλανήτη και με λιγότερο από 500 εκατ. πληθυσμό είναι η πιο «πράσινη» Ήπειρος. Όταν, όμως, «…κινείσαι πιο γρήγορα, αλλά δεν φέρνεις αποτέλεσμα, διότι ο υπόλοιπος πλανήτης δεν κινείται με την ίδια ταχύτητα, μπορεί να σε προλάβει η προσαρμογή, αυτό που συμβαίνει τώρα δηλαδή. Και να έχεις μπροστά σου, στα επόμενα χρόνια, να πληρώσεις και την προσαρμογή, που είναι τρομακτικά τα κόστη και άγνωστα» πρόσθεσε, αναφέροντας πως «ξέρουμε τόσα για το καινούργιο κλίμα όσα ξέρει κάποιος που είναι στην λιακάδα και κοιτάει ένα σκοτεινό δωμάτιο από μια χαραμάδα».
Υπό αυτό το πρίσμα, υπογράμμισε πως «η οριακή απόδοση των επενδύσεων σε CO2 και η οικονομική απόδοση μίας Ηπείρου μειώνεται δραματικά, αν δεν ακολουθούν όλοι». Συνεπώς, αν δεν επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας, που σημαίνει κινητοποίηση και δράση και των άλλων Ηπείρων, τότε το κόστος θα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Σε σχέση με την Εθνική στρατηγική που ακολουθείται επί αυτών των ζητημάτων, ο κ. Σκυλακάκης σχολίασε πως θα πρέπει εκεί «που οι τεχνολογίες ωριμάζουν, να είμαστε έτοιμοι να αφαιρέσουμε τις επιδοτήσεις. Συνεπώς, να επιδοτούμε πολύ περισσότερο το CapEx, παρά το OpEx. Το τελευταίο είναι πολύ πιο “επικίνδυνη” επιδότηση, διότι δεν ξέρεις πότε θα σταματήσει, ιδίως αν υπάρχει και πιθανότητα να έχεις δραματική πτώση των τιμών της ενέργειας» όπως είπε ο Υπουργός.
Στο ερώτημα τί σημαίνει αυτή η απόφαση σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού για τις ΑΠΕ, για το φυσικό αέριο και για το υδρογόνο, δήλωσε: «Για τις ΑΠΕ σημαίνει πως δεν δίνουμε πια ταρίφες, ως γενική αρχή. Τις ελαχιστοποιούμε. Δεν δίνουμε πια net metering και πάμε στο net billing. Και “σπρώχνουμε” όσο μπορούμε πράγματα που δεν έχουμε κάνει -όπως είναι η ανταπόκριση της ζήτησης- και δουλεύουμε στη δομή του συστήματος, διότι ο κίνδυνος με τις ΑΠΕ είναι ότι αν δεν προσαρμόσεις τη δομή του συστήματος, να έχεις αρκετές μπαταρίες, αρκετές διασυνδέσεις, αρκετή ανταπόκριση ζήτησης, μπορείς να φτιάξεις ένα σύστημα πολύ αναποτελεσματικό».
Επιπρόσθετα, υπογράμμισε πως «τώρα έχουμε μπροστά μας τη δημιουργία του καινούργιου, ηλεκτρικού χώρου, για να απορροφήσουμε το “κύμα” των επενδύσεων και να μειώσουμε και το κόστος ανάπτυξης. Γιατί το κόστος ανάπτυξης, το οποίο πληρώνει στο τέλος ο καταναλωτής είναι ακριβώς επειδή έχουμε μια τεράστια “ουρά” επενδύσεων. Και τεράστια “ουρά” έχουμε, γιατί είχαμε δώσει περισσότερο και ασφαλέστερο “return on investment” από αυτό που η αγορά ανέμενε».
Αναφορικά με το φυσικό αέριο και το υδρογόνο επισήμανε: «Το κρίσιμο ερώτημα είναι πότε πρέπει να επενδύσουμε. Κατά τη γνώμη μου, σε ένα σύστημα όσο και αν προχωράει η ηλεκτροκίνηση, δεν πρόκειται ποτέ να είναι ένα σύστημα που θα έχει 100% ηλεκτρόνια και 0 μόρια. Δεν υπάρχει περίπτωση, δεν συμφέρει. Συν ότι έχουμε τεράστιες επενδύσεις σε όλη την Ευρώπη -κυρίως στην Ευρώπη- σε μόρια, δηλαδή, τις υποδομές φυσικού αερίου, οι οποίες δεν μπορεί να απαξιωθούν, ιδίως όταν υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να έχουμε στο μέλλον πάρα πολύ χαμηλές τιμές ενέργειας, οι οποίες και θα οδηγήσουν -εδώ θα είναι η επιτυχία- στη δυνατότητα να έχεις και “πράσινα” μόρια, για να κινούνται σε αυτές τις υποδομές. Το κρίσιμο θέμα, για να μην την “πατήσουμε”, όπως στα παλιά φωτοβολταϊκά (και να μην λένε οι επενδυτές αυτή ήταν η καλύτερη επένδυση της ζωής μας, δηλαδή η χειρότερη επένδυση για τους καταναλωτές), είναι να επενδύσουμε τη σωστή στιγμή».
Τέλος, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας εξήγησε πως η σωστή στιγμή συνδέεται και με τη βιομηχανική πολιτική. «Οι χώρες εκεί που έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα επενδύουν νωρίτερα. Εκεί που δεν έχουν επενδύουν πιο αργά. Πρέπει να επιλέξουμε που έχουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Στα offshore αιολικά, για παράδειγμα, έχουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Γιατί έχουμε το καλύτερο αιολικό δυναμικό offshore στην Ανατολική Μεσόγειο και ενδεχομένως και σε όλη τη Μεσόγειο, με μεγάλη διαφορά από οποιονδήποτε άλλον. Οπότε, αυτό θέλει γρήγορη επένδυση και πίεση. Στο υδρογόνο -στην τεχνολογία του υδρογόνου- δεν έχουμε. Υπάρχουν συγκεκριμένα κομμάτια που παράγεται ήδη υδρογόνο, όπως στα διυλιστήρια, όπου έχουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, γιατί έχουμε πολύ μεγάλες εγκαταστάσεις διύλισης και είμαστε μεγάλος εξαγωγέας προϊόντων διύλισης. Οπότε, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μην ξεκινάμε με τη λογική: πρέπει να έχω υδρογόνο ή πρέπει να έχω αμμωνία, αλλά να ανταποκρινόμαστε στα τεχνολογικά και οικονομικά σήματα ως κυβέρνηση».