Περιέγραψε ένα ζοφερό διεθνές περιβάλλον μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία σημειώνοντας ότι η μεγάλη εικόνα δεν είναι καλή εξηγώντας τα αίτια που σήμερα ο καταναλωτής πληρώνει τόσο ακριβά βενζίνη και diesel, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου έχει τόσο υψηλή φορολογία στα καύσιμα.
Όπως είπε, υπάρχει μια επιβράδυνση της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας, αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης, που ξεκίνησε τον Οκτώβριο με την μεγάλη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου και ολοκληρώθηκε στο τέλος του Φεβρουαρίου με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, τις κυρώσεις στην Ρωσία, με αποτέλεσμα τις σημαντικές αυξήσεις της τιμής των καυσίμων.
Δύο κρίσεις με κάποια κοινά χαρακτηριστικά, που σίγουρα αλληλοεπηρεάζονται, αφού οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και η έλλειψη που υπάρχει στην αγορά οδήγησαν σε μια αυξημένη ζήτηση ορυκτών καυσίμων.
Η επανεκκίνηση της αγοράς μετά τη διετία του Covid, αλλά και η αποεπένδυση στα Διυλιστήρια λόγω της στροφής στην πράσινη ενέργεια, είχαν σαν αποτέλεσμα να μην μπορούν τα Διυλιστήρια να καλύψουν επαρκώς την ζήτηση σε ορυκτά καύσιμα, με αποτέλεσμα οι τιμές να ανέβουν σημαντικά, 60% πάνω από τον περσινό Ιούνιο, ένα ποσοστό πολύ υψηλό, αλλά σαφώς μικρότερο του 300% που ανέβηκε το φυσικό αέριο.
Οι τιμές φυσικού αερίου, ρεύματος και καυσίμων θα παραμείνουν ψηλά
Οι τιμές και του φυσικού αερίου, και κατ` επέκταση του ηλεκτρικού ρεύματος, και οι τιμές των καυσίμων θα παραμείνουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, τουλάχιστον τους προσεχείς μήνες σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της ΕΛΙΝΟΙΛ, για τους εξής λόγους:
• Στο φυσικό αέριο «παίζει ρόλο» η μειωμένη τροφοδοσία της Ευρώπης από την Ρωσία, μετά την πρόσφατη απόφαση να μειώσει κατά 60% τις ποσότητες προς την Γερμανία και την Ιταλία, και η ανησυχία ότι η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει προβλήματα ελλείψεων τον χειμώνα.
• Ταυτόχρονα, η αποεπένδυση που ακολούθησαν τα Διυλιστήρια, σε συνδυασμό με τις κυρώσεις στην Ρωσία, αλλά και τα προβλήματα παραγωγής σε κάποιες χώρες του OPEC, διατηρούν τις τιμές των καυσίμων του αργού σταθερά στην περιοχή των 120 δολαρίων.
Αναφέρθηκε ακόμη σε τρεις μεγάλους κινδύνους που μπορεί να επηρεάσουν την ελληνική αγορά, σημειώνοντας ότι τα σημάδια φάνηκαν από τον Ιούνιο και ειδικότερα:
1) Διατήρηση πληθωρισμού πάνω από 12%, ποσοστό που κατέγραψε ο πληθωρισμός το Ιούνιο. Ένα ποσοστό υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό του Μέσου Όρου της Ε.Ε. που ήταν 8,6%.
2) Ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον που δεν επιτρέπει σκέψεις για μείωση των τιμών.
3) Αύξηση κόστους δανεισμού, με την αύξηση των επιτοκίων από τον Σεπτέμβριο.
Οι επιδοτήσεις απλώς περιορίζουν το πρόβλημα στα νοικοκυριά
Η εικόνα αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει το επόμενο διάστημα σύμφωνα με τον κ. Αληγιζάκη ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι οι όποιες επιδοτήσεις, οι οποίες ανάλογα και με τον δημοσιονομικό χώρο που υπάρχει σήμερα, είναι σαφώς σημαντικές, απλώς θα περιορίσουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό το πρόβλημα των νοικοκυριών, που θα εξακολουθήσει να υπάρχει.
Αναφορικά με την κατανάλωση καυσίμων ο κ. Αληγιζάκης είπε ότι η αγορά στο πρώτο πεντάμηνο χάρη στην καλή πορεία των 4 πρώτων μηνών, παρουσίασε αύξηση στις βενζίνες 17,7% και στο πετρέλαιο κίνησης 13,5%.
Με τα ποσοστά αυτά, καλύφθηκε το 70% των απωλειών που είχε η αγορά λόγω Covid στις βενζίνες, ενώ στο πετρέλαιο κίνησης υπερκαλύφθηκε η διαφορά με ένα ποσοστό 120%.
Όμως, τον Μάιο παρατηρήθηκε μια μικρή επιβράδυνση, η οποία συνεχίσθηκε τον Ιούνιο με πολύ πιο έντονους πτωτικούς ρυθμούς, όπου η αγορά υποχώρησε 9% στις βενζίνες που δείχνουν να αντιμετωπίζουν πρόβλημα ανάπτυξης, ενώ το πετρέλαιο κίνησηςκινήθηκε στο +5% με χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης από το προηγούμενο διάστημα.
Το στοίχημα της αγοράς τους επόμενους μήνες είναι ένα. Κατά πόσο, η διαφαινόμενη πτώση της εσωτερικής κατανάλωσης θα υπερκαλυφθεί από μια πολύ καλή τουριστική σεζόν, όπως σήμερα τουλάχιστον δείχνουν τα στοιχεία.