γράφει ο Κωστής Γριμάνης
Τις τελευταίες εβδομάδες, ακραία καιρικά φαινόμενα πλήττουν την Ευρώπη, μαζί με μια ενεργειακή κρίση που αποτελεί πραγματική απειλή για πολλά νοικοκυριά στη γηραιά ήπειρο. Την ίδια στιγμή, όλα τα μάτια είναι στραμμένα στην επόμενη χειμερινή περίοδο, εν μέσω κλιμακούμενων αυξήσεων στις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, της είδησης ότι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιούν παραπλανητικές διαφημίσεις διαδίδοντας ψεύτικες εκπτώσεις, αλλά και της μεγαλύτερης αναθεώρησης της κλιματικής και ενεργειακής πολιτικής του Ευρωπαϊκού μπλοκ με τελικό στόχο την πλήρη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Ωστόσο, η πρόοδος στην εφαρμογή της λεγόμενης δέσμης μέτρων “Fit For 55” απέχει πολύ από το να περιορίσει την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5℃, ενώ και στην Ελλάδα βιώνουμε συχνότερα και εντονότερα κάθε χρόνο τις επιπτώσεις της αύξησης αυτής. Παρά τα προβλήματα των σχεδίων της ΕΕ, όπως το Repower EU και το πρόσφατο σχέδιο της Επιτροπής “Save Gas for Winter”, που προβλέπει ότι από τον επόμενο μήνα έως το τέλος Μαρτίου 2023 όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ θα επιδιώξουν εθελοντική μείωση της κατανάλωσης “φυσικού” αερίου κατά 15%, η χώρα μας αρνείται να υιοθετήσει προτάσεις και μέτρα από τα σχέδια αυτά που θα ανακουφίσουν οικονομικά τους συμπολίτες μας και θα συνδράμουν σε μια συνολική προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας, ανεβάζοντας ταυτόχρονα τον πήχυ της εθνικής κλιματικής φιλοδοξίας.
Με τις ευρωπαϊκές τιμές του “φυσικού” αερίου να έχουν αυξηθεί κατά 30 τοις εκατό μέσα σε δύο ημέρες – αφότου η Ρωσία επέτεινε τις περικοπές των προμηθειών αερίου στην Ευρώπη – και τις τιμές του ηλεκτρισμού στην Ελλάδα να είναι από τις υψηλότερες της ευρωζώνης, η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να σφυρίζει αδιάφορα μπροστά στις άμεσες παρεμβάσεις εξοικονόμησης που χρειάζεται η χώρα τόσο στη βιομηχανία όσο και στα νοικοκυριά.
Αντ’ αυτού, επιμένει εμμονικά σε μία λογική εξάρτησης της χώρας από ένα ακριβό και ρυπογόνο ορυκτό καύσιμο για δεκαετίες, χωρίς από τη μια να έχει αξιολογήσει την οικονομική βιωσιμότητα των προωθούμενων επενδύσεων σε υποδομές αερίου και από την άλλη να έχει χαράξει έναν οδικό χάρτη για τη σταδιακή αντικατάστασή του από καθαρή ενέργεια, αποθήκευση και εξοικονόμηση. Την ίδια ώρα, το κοκτέιλ πολιτικής της κυβέρνησης σε ένα περιβάλλον παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης φαίνεται να έρχεται γίνεται ακόμα πιο εκρηκτικό. Ύστερα και από τις πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος & Ενέργειας, η περιβαλλοντική προστασία στη χώρα μας αποξηλώνεται υποβαθμίζοντας τον ρόλο και τη σημασία της ελληνικής βιοποικιλότητας ως “ασπίδας” απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Αρκετοί οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι εξαιτίας των περιορισμών που υπάρχουν στην εξασφάλιση ορυκτού αερίου από εναλλακτικούς προμηθευτές, η Ευρώπη θα δυσκολευτεί να καλύψει τις ανάγκες της σε αποθέματα αερίου, γεγονός που θα διατηρήσει τις τιμές του σε υψηλά επίπεδα για τα επόμενα χρόνια. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα λοιπόν γιατί η Ελλάδα προωθεί επιθετικά τις επενδύσεις αερίου για θέρμανση και ηλεκτροπαραγωγή όταν τα προγνωστικά είναι τόσο δυσοίωνα; Γιατί παγιδεύει τους καταναλωτές και ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους σε υψηλούς λογαριασμούς ενέργειας τα επόμενα χρόνια, συνεχίζοντας επιδοματικές πολιτικές που δεν λύνουν διαρθρωτικά το πρόβλημα;
Σε πρόσφατη επιστολή μας στον κο. Σκρέκα, τα παραπάνω ζητήματα τέθηκαν επί τάπητος και ζητήσαμε από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας να λάβει σοβαρά υπόψη του τις προτάσεις μας ενόψει και της αναθεώρησης του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Χαρακτηριστικό είναι ότι την τελευταία 10ετία οι επιδοτήσεις σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με ορυκτό αέριο και οι ενισχύσεις αερίου στον κτιριακό τομέα ξεπέρασαν τα 9 δις €. Βάσει υπολογισμών μας, τα 9 δις € θα αντιστοιχούσαν σε 15 δις € επενδύσεων σε εξοικονόμηση ενέργειας. Αυτά θα επαρκούσαν για να πραγματοποιηθούν παρεμβάσεις σε 750.000 νοικοκυριά που θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν ενεργειακά τα σπίτια τους και να εξομαλύνουν τις επιπτώσεις της παρούσης ενεργειακής κρίσης. Παράλληλα, θα είχαν δημιουργηθεί 26.250 θέσεις πλήρους απασχόλησης για μια δεκαετία με πολλαπλά οφέλη για την ελληνική οικονομία, ιδίως σε περίοδο ύφεσης.
Στην ίδια λογική, πρόσφατη οικονομική ανάλυση της Greenpeace και του Ινστιτούτου για την Ευρωπαϊκή και Κλιματική Πολιτική αναδεικνύει ότι το όφελος για τα νοικοκυριά και την ελληνική οικονομία θα έφτανε τα 800 εκ. € αν το 1,5 δις € που σχεδιάζεται να δαπανηθεί σε νέα έργα ορυκτού αερίου (ΕΣΕΚ 2019) κατευθυνόταν σε παρεμβάσεις εξοικονόμησης και εγκατάστασης ΑΠΕ στα ελληνικά κτίρια.
Σε αντιδιαστολή με την κλιματική επιστήμη και την παρούσα οικονομική, κοινωνική και πολιτική συγκυρία, η Ελλάδα φαίνεται να επιμένει πεισματικά σε επενδύσεις που θα κλειδώσουν την οικονομία της σε έναν φαύλο κύκλο αχρείαστων και ζημιογόνων υποδομών αερίου. Λύσεις με πρακτική εφαρμογή και πραγματικό κοινωνικό και οικονομικό όφελος υπάρχουν. Το ερώτημα δεν είναι αν αυτές οι εναλλακτικές θα αρχίσουν να εφαρμόζονται, αλλά πότε και ποιο θα είναι το τίμημα μέχρι τότε. Το τίμημα αυτό θα είναι και η παρακαταθήκη των πολιτικών που εφαρμόζει τώρα η παρούσα κυβέρνηση.
Ο Κωστής Γριμάνης από το 2003 δραστηριοποιείται σε θέματα διαχείρισης και προστασίας φυσικού περιβάλλοντος με ιδιαίτερη έμφαση τα παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα. Τον Απρίλιο του 2019 ανέλαβε την εκστρατεία για την Κλιματική Δικαιοσύνη του ελληνικού γραφείου της Greenpeace.