Η Έκθεση έχει ως στόχο να φωτίσει υπό κριτικό πρίσμα τα λεπτομερή στοιχεία αναφορικά με το πώς συμπεριφέρθηκε η αγορά (market performance) τη χρονιά που πέρασε - τα οποία και δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο απολογιστικό Δελτίο Ενεργειακής Ανάλυσης για το 2022 του Ινστιτούτου - και να αναδείξει τα πλέον σημαντικά θέματα που προέκυψαν.
Το 2022 ήταν μια χρονιά πολύ διαφορετική από τις προηγούμενες λόγω των ιδιαίτερα υψηλών τιμών σχεδόν σε όλα τα ενεργειακά προϊόντα. Οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές φυσικού αερίου και κατ’ επέκταση ηλεκτρισμού, που επικράτησαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, είχαν σοβαρό αντίκτυπο στο σύνολο της οικονομίας (εγχώριας και μη), καθώς η σταδιακή εκτόξευση του ενεργειακού κόστους σε ιστορικά υψηλά επίπεδα επηρέασε άμεσα τη βιομηχανική παραγωγή, τις υπόλοιπες επιχειρήσεις και τις οικιακές καταναλώσεις, ενώ έφτασε και μέχρι τον τελικό καταναλωτή με τη μετακύλιση του κόστους σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα.
Όπως υπογραμμίζεται στην Έκθεση, οι υψηλές τιμές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου οδήγησαν σε πρωτοφανείς τιμές ενέργειας και ακολούθως στις ενεργειακές επιδοτήσεις (€8,2 δισ. τους τελευταίους 18 μήνες). Λόγω της ανόδου στην οποία οδηγήθηκαν οι τιμές σε βασικά προϊόντα και υπηρεσίες, προκλήθηκαν αυξήσεις σε βασικά οικονομικά μεγέθη που κινδύνευσαν να εκτροχιάσουν τον προϋπολογισμό. Παρόλα αυτά, η ελληνική οικονομία κατέγραψε σταθερή ανάπτυξη το α’ εξάμηνο του 2022 – με τον αυξανόμενο πληθωρισμό, ωστόσο, να επηρεάζει την ανάπτυξη το β’ εξάμηνο του προηγούμενου έτους. Στο σύνολο του 2022, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός καταγράφηκε στο 9,6%, που αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο από το 1994.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι άμεσες επιπτώσεις του στην ασφάλεια εφοδιασμού και στις τιμές φυσικού αερίου, ηλεκτρισμού και πετρελαίου υπήρξε αναμφισβήτητα το κεντρικό γεγονός του 2022 σε ό,τι αφορά τον τομέα της ενέργειας. Υπήρξαν, όμως, και άλλες εξελίξεις το περασμένο έτος, οι οποίες άφησαν έντονο αποτύπωμα και επηρέασαν καταναλωτές και επιχειρηματίες του ενεργειακού κλάδου.
Οι εξελίξεις αυτές για το 2022 συνοψίζονται ως εξής:
- Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνέβαλε σημαντικά στη ραγδαία αύξηση των ενεργειακών τιμών, που είχαν ήδη ξεκινήσει την ανοδική τους πορεία από το καλοκαίρι του 2021. Παρατηρήθηκε εκτόξευση της μέσης ΤΕΑ και μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας.
- Ο λιγνίτης επανήλθε δυναμικά στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας.
- Το 2022 ήταν έτος ρεκόρ για την εγκατάσταση μονάδων ΑΠΕ, καθώς προστέθηκαν 1,700 MW νέας εγκατεστημένης ισχύος.
- Ωστόσο, διαπιστώθηκαν σοβαρές αδυναμίες στο ηλεκτρικό δίκτυο διανομής με αποτέλεσμα για πρώτη φορά να υπάρξουν περικοπές στην έγχυση ενέργειας από ΑΠΕ.
- Η Ελλάδα κατέγραψε αθρόες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, υψηλότερες από κάθε άλλη φορά.
- Η Ελλάδα, για πρώτη φορά, έγινε εξαγωγέας φυσικού αερίου προς τις βόρειες χώρες και ενίσχυσε την επιρροή της στη ΝΑ Ευρώπη.
- Παρά την έκδηλη ανάγκη για ενίσχυση του ενεργειακού μίγματος με συμβατικές πηγές που χρησιμοποιεί η πλειονότητα των καταναλωτών, δεν υπάρχει συντεταγμένη πολιτική από το νέο ΕΣΕΚ, καθότι ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τις ΑΠΕ και το υδρογόνο.
Μεταξύ των υφιστάμενων προκλήσεων ξεχωρίζουν η ανάγκη συντονισμού μεταξύ μιας πλέον «σφικτής» νομισματικής πολιτικής και στοχευμένων μέτρων δημοσιονομικής στήριξης, ο κίνδυνος να αποκτήσει διάρκεια η επιβράδυνση της οικονομίας, καθώς και η ενεργειακή κρίση να αποκτήσει νέα ένταση το β’ εξάμηνο του 2023.
Τέλος, σημειώνεται ότι η υψηλή μεταβλητότητα στις τιμές ενέργειας προκαλεί αυξημένη αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ενώ δεν αποκλείεται κλιμάκωση του λεγόμενου «εισαγόμενου» πληθωρισμού, λόγω κυρίως των υψηλών τιμών των ενεργειακών αγαθών, με τους δείκτες αποπληθωρισμού των εισαγωγών και των εξαγωγών να υπερβαίνουν σημαντικά τους αντίστοιχους δείκτες της κατανάλωσης και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου.
Μπορείτε να διαβάσετε την ολοκληρωμένη Ειδική Έκθεση του ΙΕΝΕ εδώ.