Μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2019 θα έχει ολοκληρωθεί η πώληση του 50,1% των ΕΛΠΕ, όπως αναφέρει το αναθεωρημένο στρατηγικό πλάνο του ΤΑΙΠΕΔ (ADP) που δημοσιοποιήθηκε χθες. Το φιλόδοξο, με βάση τη μέχρι τώρα πορεία της αποκρατικοποίησης, πλάνο, προβλέπει την υποβολή δεσμευτικών προσφορών μέσα στο Μάρτιο.
Εκτός όμως από την πώληση του πλειοψηφικού πακέτου, στο ADP υπάρχει αναφορά στο θέμα της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων και τη συμφωνία, η οποία έχει επιτευχθεί προκειμένου η δραστηριότητα να περάσει στον έλεγχο του Δημοσίου.
Πρόκειται για μια άτυπη "κρατικοποίηση” που εντάσσεται στο πλαίσιο της… αποκρατικοποίησης του ομίλου, αφού όπως αναφέρεται στο ADP του ΤΑΙΠΕΔ έχουν ολοκληρωθεί τα συμβατικά κείμενα σχετικά με την απόκτηση του 50,1% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΛΠΕ Υδρογονάνθρακες από το Ελληνικό Δημόσιο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αλλαγή στο μετοχικό status της θυγατρικής της ΕΛΠΕ θα γίνει μέσω αύξησης κεφαλαίου, η οποία και θα καλυφθεί αποκλειστικά από το Δημόσιο, με αποτέλεσμα η νέα μετοχική σύνθεση της εταιρείας θα είναι 50,1% Δημόσιο και 49,9% ΕΛΠΕ.
Η εταιρεία αυτή (Helpe Hydrocarbons) θα λειτουργεί ως Holding των επιμέρους joint ventures στα οποία σήμερα συμμετέχουν τα ΕΛΠΕ σε διάφορες παραχωρήσεις ανά την Ελλάδα (Ιόνιο, Πατραϊκός, Δυτική Ελλάδα και Κρήτη). Έτσι για παράδειγμα στην παραχώρηση του Πατραϊκού στην εταιρεία ειδικού σκοπού της ΕΛΠΕ που έχει αναλάβει την παραχώρηση σήμερα η μετοχική διάρθρωση είναι 50% ΕΛΠΕ (μέσω του SPV ΕΛΠΕ Πατραϊκός) και 50% Edison. Ωστόσο με βάση το νέο μοντέλο, στο SPV ΕΛΠΕ Πατραϊκός το 50,1% θα ανήκει απευθείας στο Δημόσιο και το 49,9% στην ΕΛΠΕ.
Επιπλέον για κάθε επιμέρους παραχώρηση προβλέπεται η υπογραφή χωριστών Joint Operation Agreements, δηλαδή συμφωνιών μετόχων που θα δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε μέτοχο να αποφασίζει εάν θα συμμετάσχει ή όχι στην επένδυση ανάπτυξης και εκμετάλλευσης της παραχώρησης.
Έτσι για παράδειγμα εάν η ΕΛΠΕ με το νέο μέτοχο αποφασίσει ότι δεν επιθυμεί να επενδύσει στην έρευνα κάποιας παραχώρησης, τότε το Δημόσιο έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει το σύνολο της συμμετοχής της ΕΛΠΕ. Αυτό μπορεί να συμβεί και αντίστροφα, εάν δηλαδή το Δημόσιο αποφασίσει να μη συμμετάσχει στη χρηματοδότηση μιας υψηλού ρίσκου επένδυσης, τότε η ΕΛΠΕ μπορεί να αποκτήσει το μερίδιο του Δημοσίου.
Όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, σχετικές συμφωνίες είναι εξαιρετικά συνήθεις στην πετρελαϊκή βιομηχανία και έχουν ως στόχο να διασφαλιστεί η ανάπτυξη μιας παραχώρησης ακόμη και σε περίπτωση που ο ένας μέτοχος είναι απρόθυμος να συνεχίσει ή για δικούς του λόγους θέλει να αποεπενδύσει.
Ως προς το κόστος που συνεπάγεται για το δημόσιο η συμμετοχή στις έρευνες απευθείας ως μέτοχος, οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι στην προσεχή 5ετία, το γεωτρητικό πρόγραμμα είναι περιορισμένο.
Για παράδειγμα η πρώτη γεώτρηση στον Πατραϊκό κόστους 60 εκατ. ευρώ σημαίνει ότι το Δημόσιο θα χρειαστεί να συμμετάσχει με ένα ποσό της τάξης των 15 εκατ. ευρώ, ενώ για την Κρήτη εάν φτάσουμε στο σημείο της γεώτρησης το κόστος για το Δημόσιο είναι της τάξης των 10 εκατ. ευρώ (τα ΕΛΠΕ συμμετέχουν στην κοινοπραξία με μερίδιο 20%, ενώ στα βάθη της Κρήτης το κόστος της γεώτρησης είναι περίπου 100 εκατ. ευρώ).
Τα κόστη αυτά δεν είναι απαγορευτικά και μπορούν να αντληθούν κεφάλαια και να βρεθεί χρηματοδότηση, αναφέρουν αρμόδιες πηγές, που προσθέτουν εφόσον κάποια γεώτρηση στεφθεί με επιτυχία στη συνέχεια θα είναι ακόμη πιο εύκολη η πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Οι ίδιες πηγές καταλήγουν ότι αυτή τη στιγμή το μεγάλο ερωτηματικό δεν αφορά στη συμμετοχή του Δημοσίου.
Το ζητούμενο είναι να ξεκαθαρίσει το τοπίο γύρω από την πώληση του πλειοψηφικού ποσοστού ώστε να φανεί εάν ο νέος μέτοχος πλειοψηφίας των ΕΛΠΕ θα έχει την ίδια στρατηγική για τη συμμετοχή και επένδυση στις έρευνες υδρογονανθράκων.
Υπό μία έννοια άλλωστε, αυτό εξυπηρετεί και ο διαχωρισμός της δραστηριότητας των υδρογονανθράκων από την υπόλοιπη πώληση: ότι δηλαδή θα διασφαλιστεί η συνέχεια των ερευνών ανεξάρτητα από τις προθέσεις του νέου μεγαλομετόχου, εάν και όποτε εγκατασταθεί στον όμιλο.