Η έκθεση εστιάζοντας στους δύο κλάδους, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% των συνολικών βιομηχανικών εκπομπών την τελευταία δεκαετία διαπιστώνει ότι παρά τις επιφυλάξεις και τους προβληματισμούς τους, οι ελληνικές τσιμεντοβιομηχανίες και τα διυλιστήρια επιδεικνύουν στην πράξη γρήγορα αντανακλαστικά απέναντι στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται, σχεδιάζοντας και υλοποιώντας έργα για το «πρασίνισμά» τους σε ευθυγράμμιση με το ΕΣΕΚ και τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Έχοντας χαρτογραφήσει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, τα σχέδια και τους στόχους των δύο πιο ρυπογόνων βιομηχανικών κλάδων της χώρας καθώς και τις απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών, το Green Tank αναδεικνύει επιμέρους μέτρα που -αν ληφθούν από την πλευρά της Πολιτείας- μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην απανθρακοποίηση της βιομηχανίας και τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του τομέα. Συγκεκριμένα:
Χρειάζεται να ληφθούν ειδικά μέτρα για τη μεγιστοποίηση του εξηλεκτρισμού των βιομηχανικών διεργασιών και την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων από ΑΠΕ για την παραγωγή της θερμικής ενέργειας που απαιτείται στις βιομηχανικές διεργασίες. Σε αυτή την κατεύθυνση έμφαση πρέπει να δοθεί στη μεγαλύτερη αξιοποίηση του εργαλείου των διμερών συμβολαίων αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (PPAs) με παραγωγούς ΑΠΕ, έτσι ώστε να μειωθεί το ενεργειακό κόστος των βιομηχανιών και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητά τους.
Σε μια περίοδο που η διαθεσιμότητα ηλεκτρικού χώρου αποτελεί ίσως το πολυτιμότερο αγαθό στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, απαιτείται προσοχή ώστε η ενίσχυση της βιομηχανίας να μη γίνει σε βάρος άλλων κατηγοριών καταναλωτών, ειδικά των μικρότερων αυτοπαραγωγών.
Στο νέο σχεδιαζόμενο θεσμικό πλαίσιο για την εφαρμογή και λειτουργία τεχνολογιών CCS, χρειάζεται να δοθούν κίνητρα προκειμένου οι ποσότητες CO2 που θα δεσμεύονται και θα αποθηκεύονται να είναι πραγματικά αυτές που δεν μπορούν να αποφευχθούν με άλλες δράσεις (πχ. αντικατάσταση καυσίμου, αύξηση ενεργειακής απόδοσης κλπ).
Τέλος, για την άμβλυνση του ανταγωνιστικού μειονεκτήματος που έχουν οι βιομηχανίες των οικονομικά ασθενέστερων κρατών μελών, προτείνεται ο σχεδιασμός ενός κεντρικού χρηματοδοτικού μηχανισμού σε επίπεδο ΕΕ, μέσω του οποίου θα διασφαλιστεί ένα ισότιμο πεδίο για την υλοποίηση «πράσινων» επενδύσεων.
Στο πλαίσιο της μελέτης οι εκπρόσωποι των βιομηχανιών παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζουν την ανάγκη απανθρακοποίησης ωστόσο θεωρούν πολύ φιλόδοξους τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ και μεγάλη την ταχύτητα με την οποία προωθείται ο πράσινος μετασχηματισμός της βιομηχανίας. Επισημαίνουν ότι είναι αναγκαία η αποτελεσματικότερη θωράκιση της ανταγωνιστικότητάς τους και θεωρούν ότι ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Ανθρακα (ΜΣΠΑ) είναι ανεπαρκής για αυτόν τον σκοπό ειδικά για την προστασία των βιομηχανιών με ισχυρά εξαγωγικό χαρακτήρα. Για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης, προτείνουν τη θέσπιση αποζημίωσης του πρόσθετου κόστους άνθρακα που ενσωματώνεται στην τιμή των προϊόντων που εξάγονται σε τρίτες χώρες (export rebates). Το μέτρο αυτό, ωστόσο, συζητήθηκε εκτενώς μεταξύ των θεσμών της ΕΕ και όλων των ενδιαφερομένων μερών κατά τη διάρκεια της διαμόρφωσης του σχετικού Κανονισμού για τον ΜΣΠΑ. Κρίθηκε ότι δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO) και επομένως δεν ενσωματώθηκε στον Κανονισμό που οριστικοποιήθηκε το 2023. Σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με τον ίδιο Κανονισμό, η αποτελεσματικότητα του ΜΣΠΑ στην προστασία της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας συνολικά και ειδικά των βιομηχανιών που εξάγουν μεγάλο όγκο προϊόντων τους σε τρίτες χώρες, θα επανεξεταστεί για πρώτη φορά το 2028 και θα κριθεί αν χρειάζονται να ενσωματωθούν επιπλέον μέτρα, συμβατά με τους κανόνες του WTO.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη ανεξάρτητα από τις έντονες ανησυχίες για την επάρκεια των μέτρων και των νομοθεσιών που έχουν ήδη υιοθετηθεί από την ΕΕ για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, οι ελληνικές βιομηχανίες φαίνεται να αναγνωρίζουν στην πράξη την αξία του διευρυμένου Ταμείου Καινοτομίας του ΣΕΔΕ. Τρεις ελληνικές βιομηχανίες (ΤΙΤΑΝ, ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ) συγκαταλέγονται ανάμεσα σε αυτές που κινήθηκαν πιο γρήγορα στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την τελευταία αναθεώρηση της οδηγίας ΣΕΔΕ προκειμένου να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση συνολικού ύψους € 485,1 εκατ. για έργα CCUS τα οποία σχεδιάστηκαν για να αποτρέψουν την έκλυση 3,3 εκατ. τόνων CO2 ετησίως. Μαζί με τα άλλα μέτρα περιορισμού του ανθρακικού τους αποτυπώματος που έχουν ανακοινώσει οι ίδιες οι ελληνικές βιομηχανίες στις εκθέσεις βιωσιμότητάς τους, τα συγχρηματοδοτούμενα από το Ταμείο Καινοτομίας έργα θα συμβάλουν καθοριστικά στη μείωση των εκπομπών των τσιμεντοβιομηχανιών και των διυλιστηρίων κατά 73,3% και 26,8%, αντίστοιχα, το 2030 συγκριτικά με τα επίπεδα του 2022. Συνεπώς, οι δύο βιομηχανικοί κλάδοι που είναι υπεύθυνοι ως σήμερα για περισσότερο από το 80% των βιομηχανικών εκπομπών της χώρας έχουν συνειδητοποιήσει ότι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους είναι στενά συνδεδεμένη με το «πρασίνισμα» των βιομηχανικών διεργασιών τους και κινούνται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση.