Αυτό σημειώνεται στη νέα μελέτη της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) με θέμα «Στεγαστική κρίση και στεγαστική πολιτική: προκλήσεις και προοπτικές».
Όπως αναφέρεται, η στεγαστική κρίση απορρέει και τροφοδοτείται από την διαδικασία υπολειμματικοποίησης της κοινωνικής πολιτικής. Η συγκυρία των πολλαπλών και επάλληλων κρίσεων αυτής της χρονικής περιόδου αναδεικνύει εντονότερα την σημασία της πρόσβασης σε αξιοπρεπή και ασφαλή κατοικία και, εξίσου, τα δυσθεώρητα και διαχρονικά κενά των κοινωνικών πολιτικών στέγασης.
«Οι προκλήσεις στην εμφάνιση φαινομένων στεγαστικής επισφάλειας διευρύνονται και από την παράμετρο της ενεργειακής κρίσης».
Ακόμη εκτιμάται ότι η όξυνση των στεγαστικών ανισοτήτων δεν αναχαιτίζεται με το υφιστάμενο φάσμα παρεμβάσεων. Αντίθετα, σε μεγάλο βαθμό ο στεγαστικός αποκλεισμός ενθαρρύνετε από τις κρατικές πρωτοβουλίες.
«Μία ευοίωνη προοπτική για την στεγαστική πολιτική, ως νευραλγική συνιστώσα της κοινωνικής πολιτικής, μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από την υιοθέτηση ενός ριζοσπαστικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων» τονίζει η ΓΣΕΒΕΕ.
Ειδικά για την σημασία της ενέργειας υπογραμμίζεται ότι η διόγκωση φαινομένων ενεργειακής φτώχειας συμπορεύτηκε με τη διόγκωση φαινομένων ολιγοπωλιακής αισχροκέρδειας.
Όπως αναφέρεται στην περίληψη της μελέτης, το σχέδιο μεταρρυθμίσεων που προτείνεται θεμελιώνεται στην διασφάλιση της καθολικότητας της πρόσβασης στην στέγη ως αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα και παράλληλα στην ριζική εξάλειψη των μορφών διαβίωσης στον δρόμο.
Ειδικά στις παρεμβάσεις που προτείνονται για την αντιμετώπιση των φαινομένων ενεργειακής φτώχειας με αντίκτυπο και στην κατοικία περιλαμβάνονται τα εξής:
Κάλυψη ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά που οι ενεργειακές δαπάνες επιβαρύνουν παραπάνω από το 10% το διαθέσιμο εισόδημα τους. Η ευθυγράμμιση των επιδομάτων ενέργειας με τα όρια που τίθενται στον ορισμό των φαινομένων ενεργειακής φτώχειας θα οδηγήσει σε ουσιαστικές παρεμβάσεις για την υποστήριξη της ενεργειακής κατανάλωσης των φτωχών νοικοκυριών. Επάνω σε αυτή τη λογική είναι θεμιτή η κρατική επιδότηση των ενεργειακών δαπανών για την κάλυψη του υπόλοιπου κόστους σε ποσά νοικοκυριά επιβαρύνονται άνω του 10% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για ενεργειακές δαπάνες. Για παράδειγμα ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό που έχει μηνιαίο εισόδημα 1000 ευρώ και ενεργειακές δαπάνες 150 ευρώ το μήνα, θα λαμβάνει επιδότηση ενέργειας 50 ευρώ τον μήνα.
Βελτίωση της προσβασιμότητας του προγράμματος «Εξ Οικονομώ» για τα φτωχά νοικοκυριά. Έχει σχολιαστεί ως μία θετική πρωτοβουλία που μπορεί να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον ενεργειακό σχηματισμό των κατοικιών ωστόσο έχουν αναφερθεί αρκετά εμπόδια στην ένταξη των φτωχών νοικοκυριών στο πρόγραμμα στο πλαίσιο της ενεργειακής αναβάθμισης των διαμερισμάτων τους. Με γνώμονα την καλύτερη δυνατή ενέργεια κι η θωράκιση η επιδότηση αυτή θα μπορούσε να εκτείνεται στο 100% για την ενέργεια κι η αναβάθμιση των κατοικιών φτωχών νοικοκυριών. Τα κριτήρια για μια τέτοια παρέμβαση θα μπορούσα να είναι εισοδηματικά και περιουσιακά καθώς και με βάση την αντικειμενική αξία και την παλαιότητα των ακινήτων.
Επανάκτηση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών της ΔΕΗ από το κράτος. Η άμεση επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ αποτελεί μία αναγκαία προϋπόθεση για τον επαναπροσδιορισμό του ηλεκτρικού ρεύματος ως κοινωνικού αγαθού. Η υφιστάμενη ενεργειακή κρίση και η ασκούμενες πολιτικές εκτίναξαν τις τιμές του ρεύματος και μόνο ο κρατικός έλεγχος μπορεί να καταστήσει την κατανάλωση ενέργειας βιώσιμη για τα μικρομεσαία και φτωχά νοικοκυριά
Κατάργηση του χρηματιστηρίου ενέργειας. Η θεσμοθέτηση του χρηματιστηρίου ενέργειας εισήγαγε ένα καθεστώς ολιγοπωλιακής κερδοσκοπίας που συνέβαλε σημαντικά στην εκτόξευση των τιμών ενέργειας στο εγχώριο περιβάλλον η κατάργηση του χρηματιστηρίου ενέργειας και η άμεση θέσπιση ανώτατης τιμής χονδρικής πώλησης ανά μονάδα παραγωγής είναι δύο απολύτως αναγκαίες θεσμικές πρωτοβουλίες που θα οδηγήσουν στην επαναφορά της αγοράς ενέργειας σε μία κοινωνικά βιώσιμη συνθήκη.
Η ΓΣΕΒΕΕ μεταξύ άλλων, στις προτάσεις που αναφέρει περιλαμβάνει την σύσταση ενός υπουργείου Στεγαστικής Πολιτικής ως προϋπόθεση για την οργάνωση και την εύρεση λύσεων αντιμετώπισης των στεγαστικών προβλημάτων συνολικά. Την δημιουργία Τράπεζας Κοινωνικής Κατοικίας για την καταγραφή και χαρτογράφηση του υφιστάμενου αποθέματος ακίνητης περιουσίας του κράτους και φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα το οποίο είναι κενό και μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί με τις κατάλληλες μετατροπές για σκοπούς κοινωνικής κατοικίας.
Προτείνεται η παραγωγή νέου οικιστικού αποθέματος σε εκτάσεις του δημοσίου και η θεμελίωση ενός Παρατηρητηρίου Στεγαστικών Ανισοτήτων.