Συντονιστής του webinar ήταν οΑντιπρόεδρος Δ.Σ. & Δ/ντης Ερευνών του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος.
Ομιλητές ήταν: οΔρ. Μίλτος Ζαμπάρας(Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ν. Αιτωλοακαρνανίας-Τομεάρχης Ενέργειας & Περιβάλλοντος), οΔρ. Νικόλαος Φαραντούρης(Καθηγητής Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet & Δ/ντης Μεταπτυχιακών στην Ενέργεια Πανεπιστημίου Πειραιώς), οκ. Κωστής Σταμπολής(Πρόεδρος & Εκτελεστικός Δ/ντης ΙΕΝΕ) και οΔρ. Χρήστος Ζιώγας(Διδάσκων Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Αιγαίου και Μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του ΚΕΔΙΣΑ).
Την εκδήλωση άνοιξε οΙδρυτής & Πρόεδρος Δ.Σ. του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Ανδρέας Γ. Μπανούτσοςμε την εισαγωγική του ομιλία στην οποία ανέφερε ότι μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία πριν από σχεδόν δύο χρόνια, οι Ευρωπαίοι επέβαλαν περιορισμούς στις εισαγωγές ενεργειακών πόρων από τη Ρωσία. Αυτή η στρατηγική απόφαση ανάγκασε την Ευρώπη να αναζητήσει βιαστικά εναλλακτικές πηγές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, περιοχών που περιέχουν συλλογικά περίπου το 57% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και το 41% των παγκόσμιων αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Η αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου με άλλες, ακριβότερες και πιο προβληματικές από άποψη logistics εισαγωγές φυσικού αερίου είχε υψηλό κόστος για τους Ευρωπαίους. Αλλά σήμερα, ακόμη και αυτές οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας μπορεί να τεθούν σε σοβαρό κίνδυνο εάν κλιμακωθεί περαιτέρω η σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς και εμπλέξει στη σύρραξη και άλλους περιφερειακούς παίκτες.
Η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική είναι εδώ και δεκαετίες καθοριστικοί παίκτες στην παγκόσμια ενεργειακή σκηνή. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας το 2022, αυτή η περιοχή αντιπροσώπευε περίπου το 50% των παγκόσμιων εξαγωγών πετρελαίου και το 15% των εξαγωγών φυσικού αερίου.
Κατά συνέπεια, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, θεώρησε τους παραγωγούς της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής ως εναλλακτικούς παρόχους για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της ηπείρου.
Στον απόηχο της επίθεσης της Χαμάς στο Ισραήλ την 7ηΟκτωβρίου, η Παγκόσμια Τράπεζα διεξήγαγε μια μελέτη ανάλυσης γεωπολιτικών κινδύνων για να μετρήσει τον αντίκτυπο αυτής της σύγκρουσης στις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου. Η μελέτη κατηγοριοποίησε την κλιμάκωση της έντασης σε τρία επίπεδα: μικρό, μεσαίο και μεγάλο.
Σε ένα σενάριο «μικρής έντασης» παρόμοιο με τον πόλεμο του 2011 στη Λιβύη, η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει μείωση της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου κατά 0,5 έως 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, οδηγώντας σε αρχική αύξηση της τιμής του πετρελαίου από 3% έως 13% – μεταξύ 93 $ και $102 το βαρέλι.
Σε ένα σενάριο «μέσης έντασης», παρόμοιο με τον πόλεμο στο Ιράκ του 2003, η Παγκόσμια Τράπεζα αναμένει μια παγκόσμια συρρίκνωση της προσφοράς πετρελαίου κατά 3 έως 5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, προκαλώντας μια αρχική αύξηση της τιμής του πετρελαίου από 21% έως 35% ή κόστος μεταξύ $109 και $121 το βαρέλι.
Τέλος, σε ένα σενάριο «υψηλής έντασης» που μοιάζει, για παράδειγμα, με το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου του 1973, η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει μείωση της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου κατά 6 έως 8 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, με αποτέλεσμα μια αρχική κλιμάκωση της τιμής του πετρελαίου κατά 56 τοις εκατό στα 75 τοις εκατό, με το κόστος να εκτοξεύεται μεταξύ 140 και 157 δολαρίων το βαρέλι.
Οποιαδήποτε τέτοια αύξηση στις τιμές του πετρελαίου θα σήμαινε καταστροφή για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, οι οποίες ήδη αντιμετωπίζουν το βάρος της αγοράς ενεργειακών πόρων σε αυξημένες τιμές για να αντισταθμίσουν τις μειωμένες εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία.
Μια πλήρους κλίμακας περιφερειακή σύγκρουση στην Μέση Ανατολή στην οποία θα εμπλακούν χώρες, όπως το Ιράν, η Υεμένη, το Ιράκ, η Συρία και ο Λίβανος, θα μπορούσε να έχει τρομερές συνέπειες. Αυτές οι χώρες, που έχουν όλες πρόσβαση σε θάλασσες και στενά, θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαταράξουν τις εμπορικές οδούς προς την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της κυκλοφορίας πετρελαίου και υγροποιημένου αερίου.
Τα Στενά του Ορμούζ, που βρίσκονται μεταξύ του Ομάν και του Ιράν, έχουν τεράστια σημασία ως ο παγκόσμιος διάδρομος μεταφοράς ενεργειακών πόρων, με πάνω από το ένα πέμπτο της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου και το ένα τρίτο της συνολικής προμήθειας LNG να διέρχεται από αυτό.
Οι μεγάλες χώρες εξαγωγής πετρελαίου, όπως η Σαουδική Αραβία, το Ιράν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ και το Ιράκ, βασίζονται στην ομαλή και απρόσκοπτη ναυσιπλοΐα από τα Στενά του Ορμούζ. Επιπλέον, το Κατάρ, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας LNG παγκοσμίως, μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών του LNG μέσω των στενών του Ορμούζ. Με περίπου το 20% των παγκόσμιων ροών LNG να διασχίζουν τα στενά του Ορμούζ ετησίως, οποιοδήποτε κλείσιμο από το Ιράν ή τους συμμάχους του θα μπορούσε να επηρεάσει σοβαρά τον εφοδιασμό πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ευρώπης.
Ένα άλλο πιθανό σενάριο περιλαμβάνει το κλείσιμο του στενού Bab al-Mandab στην Υεμένη που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος στη θαλάσσια εμπορική οδό που συνδέει τη Μεσόγειο και τον Ινδικό Ωκεανό μέσω της Ερυθράς Θάλασσας και της Διώρυγας του Σουέζ.
Οι περισσότερες εξαγωγές LNG από τον Περσικό Κόλπο περνούν από αυτήν τη διαδρομή και το 2017, σχεδόν το 9% του συνόλου του πετρελαίου και των προϊόντων διύλισης που μεταφέρονται δια θαλάσσης πέρασαν από το στενό του Bab al-Mandab, με πάνω από το ήμισυ να προορίζεται για την Ευρώπη. Η διακοπή λειτουργίας του στενού Bab al-Mandab θα μπορούσε να αναγκάσει τα δεξαμενόπλοια από τον Περσικό Κόλπο να εκτρέπονται γύρω από το νότιο άκρο της Αφρικής, οδηγώντας σε αύξηση του χρόνου διέλευσης και του κόστους μεταφοράς.
Η Ευρώπη σε ένα τέτοιο σενάριο που πλέον δεν φαντάζει απίθανο θα βρεθεί μπροστά σε ένα στρατηγικό δίλημμα: ή να αποδεχθεί υπέρογκες τιμές για μια συνεχή ροή πετρελαίου και φυσικού αερίου που προκαλεί σοβαρή οικονομική πίεση – ή να επανεξετάσει τη στάση της αναφορικά με τις εισαγωγές ενεργειακών πόρων από τη Ρωσία.
Η ΕΕ στράφηκε αρχικά στη Μέση Ανατολή για να αντισταθμίσει την μείωση της προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε υψηλότερο κόστος για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Ωστόσο, η προοπτική η σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς παρά την πρόσφατη εκεχειρία να μετατραπεί σε μια σύγκρουση σε ολόκληρη την περιοχή θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την αξιοπιστία των παραδόσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Μέση Ανατολή στην Ευρώπη. Οποιαδήποτε κλιμάκωση της σύγκρουσης πιθανότατα θα έχει ως αποτέλεσμα την εκτόξευση των τιμών της ενέργειας και θα επιφέρει καταστροφικό πλήγμα στις ευρωπαϊκές οικονομίες το οποίο δεν θα μπορέσει να αντισταθμιστεί από τους φιλόδοξους στόχους της λεγόμενης πράσινης μετάβασης.
ΟΒουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ν. Αιτωλοακαρνανίας και Τομεάρχης Ενέργειας & Περιβάλλοντος Δρ. Μίλτος Ζαμπάρας τόνισε ότι βιώνουμε μια ταραγμένη εποχή με πολλές προκλήσεις στο παγκόσμιο περιβάλλον, με προεξάρχουσα την πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία ενώ μαίνεται και ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. Μέσα σε αυτό το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον, έχουμε και την κλιματική κρίση που επηρεάζει την ενέργεια και το κόστος της που αυξάνεται συνεχώς. Διακυβεύεται έτσι η ισορροπία ανάμεσα στην φιλική προς το περιβάλλον χρήση της ενέργειας και της ενεργειακής ασφάλειας. Το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας είναι ένα πολύ σημαντικό για την ΕΕ αλλά και για τη χώρα μας.
Στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον οι παγκόσμιες προκλήσεις είναι ποικίλες. Υπάρχει μεγάλη εξάρτηση από εξωτερικούς προμηθευτές ενέργειας όπως η Ρωσία, από την οποία εξαρτώνται ενεργειακά τόσο η ΕΕ όσο και τα Κράτη Μέλη της με αποτέλεσμα, μετά την εισβολή στην Ουκρανία να υπάρχει ενεργειακή ανεπάρκεια. Η Ρωσία χρησιμοποιεί την ενέργεια ως γεωπολιτικό όπλο στις σχέσεις της με τη Δύση. Οι πιέσεις είναι μεγάλες για όλες τις εμπλεκόμενες δυνάμεις. Υπάρχουν κλιματικές προκλήσεις σχετιζόμενες με την πράσινη μετάβαση, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και την απανθρακοποίηση. Αυτή η μετάβαση θα επηρεάσει την ενεργειακή επάρκεια στην ΕΕ καθώς κλείνουν οι λιγνιτικές μονάδες σε όλα τα Κράτη Μέλη. Μια άλλη πρόκληση σχετίζεται με τις ενεργειακές υποδομές οι οποίες πρέπει να εκσυγχρονιστούν για να μπορέσουν να αντέξουν τη μετάβαση. Υπάρχουν και προκλήσεις κυβερνοασφάλειας στα συστήματα παροχής ενέργειας. Η ΕΕ έχει πολιτικές που αντιμετωπίζουν τέτοιες προκλήσεις επαρκώς.
Όπως ανέφερε, οι προκλήσεις για τη χώρα μας είναι επίσης πολλές καθώς υπάρχει μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση από το φυσικό αέριο της Ρωσίας. Πρέπει λοιπόν να απεξαρτηθούμε σταδιακά από την Ρωσία σε επίπεδο ενεργειακής επάρκειας και να μεταβούμε σε πιο πράσινες μορφές ενέργειας. Τόνισε ότι οι ΑΠΕ αποτελούν σημαντική ενεργειακή πηγή χωρίς αποτύπωμα σε άνθρακα. Όμως για να φτάσουμε εκεί, απαιτείται να γίνουν επενδύσεις στον τομέα αυτό. Επίσης, απαιτείται μεγαλύτερη συνεργασία με άλλες Βαλκανικές χώρες όπου η Ρωσία έχει μεγάλη διείσδυση. Ένα άλλο θέμα είναι η ενεργειακή αποδοτικότητα σε τομείς όπως οι μεταφορές και η βιομηχανία, όπου θα πρέπει να περάσουμε σε πιο οικολογικές επιλογές. Κατά την άποψη του, η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει την πράσινη μετάβαση ταυτόχρονα με την ενεργειακή επάρκεια εφοδιασμού. Η ενεργειακή ασφάλεια σχετίζεται με τη διασφάλιση αξιόπιστης πρόσβασης στην ενέργεια σε λογικές τιμές για μια βιώσιμη μελλοντική πορεία. Η πράσινη μετάβαση πρέπει να γίνει με ταυτόχρονη εξασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας.
Στη συνέχεια οΙδρυτής & Πρόεδρος Δ.Σ. του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Ανδρέας Γ. Μπανούτσοςδιάβασε την επιστολή τουβουλευτή του ΠΑΣΟΚ Ν. Ηρακλείου και Υπεύθυνου Κοινοβουλευτικού Τομέα Ενέργειας κ. Φραγκίσκου Παρασύρηο οποίος είχε προσκληθεί στην διαδικτυακή εκδήλωση αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε να συμμετάσχει τελικά για λόγω ενός έκτακτου προβλήματος υγείας. Στην επιστολή του ο κ. Παρασύρης ανέφερε ότι η ενεργειακή κρίση του 2021 έγινε αντιληπτή, υπό το πρίσμα διαφορετικών πολιτικών προσεγγίσεων και τέθηκε στο δημόσιο διάλογο στη χώρα μας ως κυρίαρχο θέμα, καθορίζοντας την εθνική ατζέντα, άλλοτε ως η πρώτη ενεργειακή κρίση της πράσινης εποχής, άλλοτε ως μια εκδίκηση των υδρογονανθράκων και άλλοτε ως μια συνολική αποτυχία της Ευρώπης, η οποία μέσα από μια σειρά πολιτικών αστοχιών εμφανίστηκε ευάλωτη στο γεωπολιτικό παιχνίδι. Η κρίση αυτή, ανέδειξε την απουσία ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την πράσινη μετάβαση. Μέχρι το 2050 έχουμε δεσμευτεί να έχουμε μια οικονομία μηδενικών ρύπων. Όμως, η πράσινη μετάβαση θα πετύχει μόνο αν είναι κοινωνικά δίκαιη. Η απάντησή μας σε αυτή την άναρχη ενεργειακή πολιτική βασίζεται σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ενεργειακής μετάβασης, που θα υπηρετεί τρεις βασικούς στόχους: την ενεργειακή ασφάλεια και την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας καθώς αυτή τη στιγμή είμαστε εξαρτώμενοι κατά 80% από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και απολύτως τρωτοί σε γεωπολιτικά παιχνίδια και την κερδοσκοπία, τη δημιουργία ενός συγκεκριμένου οδικού χάρτη για την πράσινη μετάβαση, που θα περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών που θα υπάρξουν, ώστε καμία περιοχή της χώρας να μη μείνει πίσω, τη μαζική συμμετοχή των πολιτών μέσα από την κοινωνικοποίηση της παραγωγής ενέργειας αλλά και την υιοθέτηση μίας πράσινης κουλτούρας και νοοτροπίας.
Σε ερώτηση τουΙδρυτή και Προέδρου Δ.Σ. του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Ανδρέα Γ. Μπανούτσουαναφορικά με το υψηλό ποσοστό εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ελλάδα και την Ευρώπη από τη Ρωσία τόσο μέσω αγωγών όσο και υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) ακόμα και μετά την επιβολή οικονομικών κυρώσεων προς την Ρωσία από την ΕΕ ο Δρ. Ζαμπάρας απάντησε ότι η Ρωσία παραμένει ένας σημαντικός προμηθευτής και παίκτης στην ενεργειακή αγορά τόσο της Ελλάδος όσο και της Ευρώπης και δεν είναι εύκολη η απεξάρτηση από τους Ρωσικούς ενεργειακούς πόρους και για αυτό χρειάζεται να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις πράσινες μορφές ενέργειας. Σε ερώτηση του Αντιπρόεδρου και Δ/ντη Ερευνών του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Παναγιώτη Σφαέλου για το υψηλό κόστος της ενέργειας και τα μέτρα της κυβέρνησης για τους καταναλωτές, ο Δρ. Ζαμπάρας τόνισε ότι τα μέτρα δεν είναι επαρκή και απαιτούνται ριζοσπαστικά μέτρα μείωσης των τιμών. Η κυβέρνηση δεν έχει κάνει κάτι ουσιαστικό με τις αυξήσεις του ρεύματος. Πρέπει να γίνει φορολόγηση των υπερκερδών των παρόχων ενέργειας. Σε ερώτηση του κοινού για την πιθανή μείωση των τιμών ενέργειας από τις επενδύσεις σε πράσινες πηγές ενέργειας, ο Δρ. Ζαμπάρας τόνισε ότι υπάρχει ανάγκη πράσινης ανάπτυξης μέσω των ΑΠΕ αλλά υπάρχει και ανάγκη για νέες μεθόδους αποθήκευσης ενέργειας. Απαιτείται όμως και πολιτική βούληση. Σε ερώτηση για την πλήρη στροφή σε ΑΠΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις, ο Δρ. Ζαμπάρας είπε ότι πρέπει να απεξαρτηθούμε από τα ορυκτά καύσιμα άλλα θα πρέπει να διατηρήσουμε τα ορυκτά καύσιμα για ένα μεταβατικό διάστημα. Επιπλέον, τα ορυκτά καύσιμα θα παραμείνουν απαραίτητα σε διαφορές βιομηχανίες και στο μέλλον.
Σε ερώτηση τουΙδρυτή & Προέδρου Δ.Σ. του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Ανδρέα Γ. Μπανούτσουγια τη σκοπιμότητα να τεθεί στο δημόσιο διάλογο η χρήση πυρηνικής ενέργειας ως μία μορφή ενέργειας που είναι φθηνή και καθαρή περιβαλλοντικά, ο Δρ. Ζαμπάρας απάντησε ότι δεν υπάρχει τέτοια κουλτούρα στη χώρα μας ούτε η απαραίτητη τεχνογνωσία. Επίσης, τόνισε ότι πρέπει να προηγηθεί προεργασία και δημόσια διαβούλευση προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αναμενόμενες κοινωνικές αντιδράσεις. Θεώρει ότι θα περάσουν πολλά χρόνια για να δημιουργηθεί μια τέτοια κουλτούρα και, κατά τη γνώμη του, είναι προτιμότερη η μετάβαση σε ΑΠΕ παρά σε πυρηνική ενέργεια. Η ασφάλεια των πυρηνικών εγκαταστάσεων είναι επίσης ένα σοβαρό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί.
ΟΚαθηγητής Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet & Δ/ντης Μεταπτυχιακών στην Ενέργεια του Πανεπιστημίου Πειραιώς Δρ. Νικόλαος Φαραντούρηςανέφερε ότι από πλευράς γεωπολιτικής, η περιοχή των Βαλκάνιων και της Μεσόγειου είναι πολύ σημαντική. Ο πόλεμος στο Ισραήλ δεν έχει επηρεάσει τις αγορές ενέργειας αλλά η σύγκρουση στην Ουκρανία έχει επηρεάσει τον ενεργειακό τομέα, καθώς υπάρχουν στρεβλώσεις στις ενεργειακές αγορές της ΕΕ. Όπως τονίζει, η ενεργειακή αγορά δεν είναι σαν τις άλλες αγορές αγαθών διότι η ενέργεια είναι ένα ανελαστικό αγαθό καθώς δεν μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς ενέργεια. Η ολιγοπωλιακή ελληνική αγορά ενέργειας δημιουργεί στρεβλώσεις στις τιμές και η πολιτεία πρέπει να παρεμβαίνει. Υπάρχει πλήρης αναντιστοιχία κόστους και τελικής τιμής και οι εταιρείες μετακυλίουν το κόστος στον καταναλωτή. Οι τιμές στη ενέργεια έχουν αυξηθεί αλλά η κατάσταση είναι ακόμα διαχειρίσιμη.
ΟΠρόεδρος και Εκτελεστικός Διευθυντής του ΙΕΝΕ κ. Κωστής Σταμπολήςανέφερε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είχε αντίκτυπο στην ενέργεια. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, όλοι κατάλαβαν ότι θα υπάρξει πρόβλημα ενεργειακής επάρκειας. Η πολιτική της ΕΕ να μειώσει τη χρήση άνθρακα οδήγησε στο φυσικό αέριο ως υποκατάστατο. Ωστόσο, μετά το εμπάργκο στο Ρωσικό φυσικό αέριο, τα κράτη μέλη κατέφυγαν στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) αλλά δεν υπήρχαν υποδομές αποθήκευσης. Ειδικά η Γερμανία αναγκάστηκε να φτιάξει εσπευσμένα αποθήκες υγροποιημένου φυσικού αερίου. Υπήρξε πίεση από την ΕΕ προς την Νορβηγία, την Αλγερία και το Αζερμπαϊτζάν για περισσότερη παράγωγη LNG. Ο ήπιος χειμώνας πέρσι, η μείωση κατανάλωσης άλλα και η στροφή προς LPG και βιομηχανικό πετρέλαιο οδήγησαν σε ενεργειακή επάρκεια. Στο μέλλον όμως δεν ξέρουμε αν θα υπάρχει ενεργειακή επάρκεια. Γι’ αυτό τον λόγο, υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για έργα όπως ο αγωγός East Med, ώστε να απεξαρτηθεί η ΕΕ από τη Ρωσία. Φέτος η ΕΕ είναι ενεργειακά εφοδιασμένη άλλα η κρίση στη Μέση Ανατολή φέρνει νέα δεδομένα στην ενεργειακή αγορά. Η πιθανή σύγκρουση ΗΠΑ-Ιράν θα έχει αντίκτυπο στην αγορά ενέργειας. Μέχρι στιγμής, η σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς δεν είχε αρνητικό αποτύπωμα στις τιμές της ενέργειας. Η γεωπολιτική αστάθεια δεν έχει επηρεάσει ακόμα τις αγορές φυσικού αέριου και πετρελαίου άλλα είναι επιτακτική ανάγκη να αρχίσει συζήτηση για τον East Med καθώς αυτή τη στιγμή η ΕΕ έχει ως βασική εναλλακτική πηγή ενέργειας το Αζερμπαϊτζάν μέσω του αγωγού TAP.
ΟΔιδάσκων Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Αιγαίου και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του ΚΕΔΙΣΑΔρ. Χρήστος Ζιώγαςτόνισε ότι η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι κάθε ενεργειακής πολίτικης η οποία επιδιώκει την απρόσκοπτη διαθεσιμότητα ενεργειακών πόρων σε λογικές τιμές στο μέλλον. Η ενεργειακή ασφάλεια μπορεί να θεωρηθεί και ως πρόβλημα διαχείρισης κινδύνων, η οποία μπορεί να μειώσει τους αρνητικές επιπτώσεις από μία διαταραχή στην παροχή ενέργειας. Η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού είναι δημόσιο αγαθό που προέρχεται από το κοινό όφελος όλων των συμμετεχόντων στην αγορά ενέργειας. Πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ΕΕ είχε ξεκινήσει την στρατηγική της απανθρακοποίησης άλλα ο πόλεμος άλλαξε τα δεδομένα. Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία τέθηκαν σε νέα βάση τα ενεργειακά ζητήματα με όρους οικονομικού ανταγωνισμού και ενεργειακής ασφάλειας. Βεβαίως ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν άλλαξε την Ευρωπαϊκή πολιτική προς την πράσινη μετάβαση άλλα την έθεσε σε πιο ορθολογική βάση τόσο ως προς τι θεωρείται πράσινη ενεργεία όσο και προς τις πτυχές της ενεργειακής ασφάλειας.
Σε ελληνικό επίπεδο, η στροφή προς την πράσινη ενέργεια είναι ορθή άλλα ο τρόπος που έγινε ήταν εσφαλμένος διότι δεν πρόεκυπτε άμεση υποχρέωση από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες ενώ αγνοήθηκε εντελώς το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας και το κόστος της όλης διαδικασίας το οποίο, σε σημαντικό βαθμό, μεταφέρθηκε στους καταναλωτές. Το προηγούμενο διάστημα τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, είχαν διαχωριστεί τα ζητήματα της ενεργειακής μετάβασης και ασφάλειας ικανοποιώντας ένα φίλο-περιβαλλοντικό ακροατήριο, το οποίο όμως διαχρονικά αγνοεί το σύνολο των πτυχών της ενεργειακής πολιτικής. Οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις αδιαφόρησαν για την έρευνα και πιθανή εκμετάλλευση υδρογονανθράκων ακόμα και σε περιοχές που δεν θίγουν την Τουρκία. Όπως τόνισε, ακόμα και αν η Ελλάδα υποχρεωθεί να συμμορφωθεί με Ευρωπαϊκές νομοθεσίες που θα απαγορέψουν την χρήση υδρογονανθράκων στο μέλλον, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τους υδρογονάνθρακες ως εξαγωγικό προϊόν. Απλώς υπάρχει μια διαχρονική έλλειψη πολιτικής βούλησης στο ζήτημα αυτό στη χώρα μας.
Σε ερώτηση τουΙδρυτή & Προέδρου Δ.Σ. του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Ανδρέας Γ.Μπανούτσουγια το κατά πόσο η στάση της Γερμανίας και της ΕΕ στο θέμα της πράσινης μετάβασης είναι αντιφατική και ενδεχομένως υποκριτική δεδομένου ότι έχει επιλεγεί η επαναλειτουργία εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με γαιάνθρακα προκειμένου να αντισταθμιστούν οι μειωμένες εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου ο Δρ. Ζιώγας απάντησε ότι δεν γνωρίζει αν ήταν επιλογή της Γερμανίας ή αν της επιβλήθηκε η μείωση εισαγωγής Ρωσικού φυσικού αερίου κυρίως μέσω αγωγών. Σε κάθε περίπτωση η Γερμανία για να μην κινδυνεύσουν να μείνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα αποφάσισε για λόγους ενεργειακής ασφάλειας να επαναλειτουργήσει τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με γαιάνθρακα. Σε ερώτηση του κοινού για το αν μια επικειμένη μείωση χρήσης υδρογονανθράκων από τη Δύση θα μειώσει τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ο Δρ. Ζιώγας είπε ότι δεν θα υπάρξει ύφεση των τουρκικών διεκδικήσεων σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων γιατί τους χρειάζεται για να χρηματοδοτήσει τον λεγόμενο «αιώνα» της Τουρκίας άλλα και για να εξάγει φθηνούς υδρογονάνθρακες σε χώρες όπως η Ινδία ή η Κίνα ο οποίες δεν έχουν τις περιβαλλοντικές ανησυχίες της Δύσης. Οπότε, η Τουρκία θα συνεχίσει να επιδιώκει την εξόρυξη ενεργειακών πόρων από την Ανατολική Μεσόγειο.
Σε ερώτηση για τα δύο πυρηνικά εργοστάσια που σχεδιάζει να κατασκευάσει η Τουρκία, ο Δρ. Ζιώγας τόνισε ότι το γεγονός ότι τα πυρηνικά εργοστάσια κατασκευάζονται με τεχνογνωσία και πόρους της Ρωσίας και της Κίνας αντίστοιχα, είναι ενδεικτικό για την γεωπολιτική στρατηγική της Τουρκίας. Σε σχέση με την πυρηνική ενέργεια για αμυντικούς σκοπούς, ο Δρ. Ζιώγας είπε ότι όσο τα Νατοϊκά πυρηνικά όπλα μένουν στη βάση του Ιντσιρλίκ, η Τουρκία δεν πρόκειται να αναπτύξει πυρηνικά όπλα άλλα σε αντίθετη περίπτωση κανείς δεν εγγυάται ότι η Τουρκία δεν θα θελήσει να εξοπλιστεί με πυρηνικά όπλα. Σε σχέση με την χρήση πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς στην ΕΕ ή στην χώρα μας, ο Δρ. Ζιώγας είπε ότι, δεδομένης της βελτίωσης της τεχνολογίας, η πυρηνική ενέργεια θα ήταν μια πράσινη επιλογή προτιμότερη από τα φωτοβολταϊκά που θα έπρεπε να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργήσιμων εκτάσεων για να έχουν ενεργειακή απόδοση ανάλογη της πυρηνικής ενέργειας.