Τα τρία τελευταία χρόνια η αγορά φωτοβολταϊκών έχει καταγράψει τρία συνεχόμενα ιστορικά ρεκόρ νέας ετήσιας εγκατεστημένης ισχύος. Το 2024 συγκεκριμένα έκλεισε με μια αξιοσημείωτη νέα ισχύ της τάξεως των 2,5GWp, προσεγγίζοντας πλέον τα 10GWp αθροιστική ισχύ στην Ελλάδα. Με περίπου 1kWp ισχύ κατά κεφαλή και ακόμα υψηλότερους δείκτες στην παραγωγή ηλιακής ενέργειας εν συγκρίσει με άλλες σημαντικές αγορές στην Ευρώπη, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στο κλαμπ των ισχυρών στα κατά κεφαλή μεγέθη.
Παρά τη ραγδαία όμως ανάπτυξη, αυτοί οι εντυπωσιακοί ρυθμοί αύξησης της ισχύος δεν μεταφράστηκαν αντίστοιχα και σε υγιή ανάπτυξη του κλάδου των φωτοβολταϊκών. Το πρόβλημα της ελληνικής αγοράς φωτοβολταϊκών εντοπίζεται με σαφήνεια στο μείγμα των έργων που μας κρατάει μακριά από τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές. Το 2024 επικράτησαν κατά κράτος τα πολύ μεγάλα φωτοβολταϊκά έργα επί εδάφους που κατείχαν το συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιο επί της συνολικής νέας εγκατεστημένης ισχύος. Τα οικιακά φωτοβολταϊκά έμειναν άδοξα πέρυσι στο χαμηλό επίπεδο των 100MWp, ενώ τα συστήματα αυτοκατανάλωσης σε επαγγελματικές και εμπορικές εφαρμογές δεν ξεπέρασαν τα 300MWp. Με 400MWp να εγκαθίστανται αθροιστικά σε στέγες στην Ελλάδα πέρυσι, το ποσοστό των έργων αυτοκατανάλωσης που άγγιξε το 2024 το 16% κρίνεται ανησυχητικά χαμηλό και ειδικά όταν το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ευρώπη ξεπερνάει το 50%. Η συνολική ισχύς της αυτοκατανάλωσης ιστορικά έφτασε το 2024 στα 850MWp, ποσοστό δυστυχώς μονοψήφιο επί της συνολικής αγοράς που υπολείπεται προφανώς κατά πολύ των προσδοκιών.
Αυτή η ασυμμετρία της ελληνικής αγοράς προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο το 2025 όπου όλα δείχνουν ότι η αγορά θα καταγράψει για τέταρτο συναπτό έτος νέο ρεκόρ ετήσιας εγκαταστημένης ισχύος που θα κυμανθεί στο φάσμα 2,5 έως 3GWp, ενώ η αγορά αυτοκατανάλωσης που καλείται να βρει τον βηματισμό της μετά την «άτσαλη» μετάβαση από το net-metering στο net-billing, προβλέπεται να υποχωρήσει συνολικά σε οικιακό και εμπορικό τομέα κατά 10% και να καταγράψει περίπου 350MWp. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η πλειονότητα των εταιρειών του κλάδου δεν μπορεί να πανηγυρίσει για τον ξέφρενο ρυθμό ανάπτυξης του 2024 και για τις θετικές προοπτικές του 2025.
Η πράσινη μετάβαση και η περαιτέρω διείσδυση των φωτοβολταϊκών στο ενεργειακό μείγμα δεν αποσκοπούν αποκλειστικά και μόνο στη στροφή από τα ορυκτά καύσιμα στην πράσινη ενέργεια αλλά και στα οφέλη της διεσπαρμένης παραγωγής, φέρνοντας την παραγωγή ενέργειας στις στέγες των κτηρίων ακριβώς πάνω από τις καταναλώσεις και μειώνοντας τις απώλειες δικτύου και μεταφοράς ενέργειας. Έτσι δίνεται και η δυνατότητα σε κάθε ιδιώτη και σε κάθε επιχείρηση να υλοποιήσουν μια βιώσιμη επένδυση στη στέγη τους, να αποκομίσουν άμεσα τα οφέλη των φωτοβολταϊκών και της αποθήκευσης και να απαλλαγούν από τις διακυμάνσεις του ενεργειακού κόστους. Ειδικά στις εμπορικές εφαρμογές, η άμεση επένδυση σε φωτοβολταϊκά σε συνδυασμό και με αποθήκευση αποτελεί τον ασφαλέστερο τρόπο για να κερδίσει η επιχείρηση μακροπρόθεσμα μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της. Τέλος, οι μικρές και μεσαίες σε ισχύ εγκαταστάσεις σε οικιακές και εμπορικές εφαρμογές προσφέρουν και μακροοικονομικά τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία για τη Χώρα, κινούν αποδοτικότερα την οικονομία, εκδημοκρατίζουν την παραγωγή ενέργειας και παράγουν τις περισσότερες θέσεις εργασίας ανά εγκατεστημένη ισχύ.
Ελπίζουμε οι στρατηγικές ανάπτυξης του κλάδου να ακολουθήσουν το παράδειγμα των ώριμων ευρωπαϊκών αγορών και να εστιάσουμε και στην Ελλάδα στο άμεσο μέλλον με μεγαλύτερη έμφαση στη στήριξη των φωτοβολταϊκών σε οικιακές και εμπορικές στέγες.