Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύει το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) σε συνεργασία με το δίκτυο δεξαμενών σκέψης EPICENTER, η Ελλάδα καταγράφει σταθερή πρόοδο στη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, με τη χώρα να ξεπερνά τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο το 2023. Χρονιά κατά την οποία το μερίδιο συμμετοχής ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έφτασε το 48%. Με την αύξηση σε σχέση με το 2014, που αποτελεί και την περίοδο αναφοράς να φτάνει στο 120%.
Καλύτερες επιδόσεις από την Ελλάδα ως προς το μερίδιο συμμετοχής (2023) κατέγραψαν χώρες όπως η Σουηδία, Ισπανία, Κροατία, Πορτογαλία, Δανία ή η Νορβηγία που είναι η η πρώτη στην κατάταξη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ που επεξεργάστηκε το Green Tank, στην Ελλάδα το 2024 οι περικοπές ΑΠΕ (δηλαδή η ενέργεια που παράγουν οι ΑΠΕ αλλά δεν αξιοποιείται πλήρως και συνεπώς αναγκαστικά «περικόπτεται»)9 έφτασαν τα 860 GWh, αντιπροσωπεύοντας το 3,3% της συνολικής παραγωγής. Οι υψηλότερες περικοπές σημειώθηκαν τον Απρίλιο (259 GWh) και τον Οκτώβριο (141 GWh), ενώ ο Δεκέμβριος παρουσίασε τις χαμηλότερες (14 GWh). Αυτές οι περικοπές μειώνουν το μερίδιο των ΑΠΕ στη ζήτηση, οδηγώντας σε αυξημένη εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα και επηρεάζοντας τις τιμές της αγοράς. Συνεπώς, όπως αναφέρεται στη μελέτη, παιτούνται επενδύσεις για αναβάθμιση δικτύου, ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης και ευέλικτη διαχείριση ζήτησης, για τη μείωση του ποσοστού της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ που χάνεται (3,3% στην Ελλάδα το 2024) επειδή υπερκαλύπτει τη ζήτηση.
Σε ό,τι αφορά το κόστος που πληρώνουν τα νοικοκυριά στην Ελλάδα με βάση τη μελέτη η τιμή, τόσο χωρίς φόρους και επιδοτήσεις, όσο και μετά φόρων και επιδοτήσεων, παραμένει σχετικά κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο για την περίοδο 2007 (Β’ εξάμηνο) έως 2024 (Α’ εξάμηνο). Εξαίρεση αποτελεί το 2022, όταν η μέση τιμή χωρίς φόρους και επιδοτήσεις εκτοξεύθηκε στα 0,55 ισοδύναμα ευρώ ανά κιλοβατώρα (kWh), αλλά η τιμή μετά φόρων διατηρήθηκε στα 0,29 ισοδύναμα ευρώ ανά κιλοβατώρα (kWh) μετά από επιδοτήσεις.
Το πρώτο εξάμηνο του 2024 η μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), ήταν 0,24 ισοδύναμα ευρώ ανά κιλοβατώρα (kWh) πριν τους φόρους, η 17η χαμηλότερη ανάμεσα σε 29 Ευρωπαϊκές χώρες. Μετά τους φόρους διαμορφώθηκε σε 0,29 ισοδύναμα ευρώ ανά κιλοβατώρα (kWh), παραμένοντας η 17η χαμηλότερη ανάμεσα σε 29 Ευρωπαϊκές χώρες. Η φορολογική επιβάρυνση ανήλθε σε 0,05 ευρώ ανά κιλοβατώρα (kWh), η 16η χαμηλότερη ανάμεσα σε 29 Ευρωπαϊκές χώρες.
Όπως αναφέρεται, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ΕΕ η ενίσχυση των καθαρών μορφών ενέργειας πρέπει να λειτουργήσει συνδυαστικά με την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές ενέργειας. Ενδεικτικά, η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Σλοβενία, έδειξε πως στη βιομηχανία οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας συνδέθηκαν σημαντικά με τις τιμές της ευρωπαϊκής αγοράς και της πρωτογενούς ενέργειας, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, για τα νοικοκυριά οι αυξήσεις των τιμών έδειξαν ότι η απελευθέρωση δεν απέφερε άμεσα οφέλη στους καταναλωτές. Η επιτυχία της απελευθέρωσης εξαρτάται από το επίπεδο του ανταγωνισμού και την ποιότητα των ρυθμιστικών πολιτικών, σε συνδυασμό με τις απαραίτητες πολιτικές στήριξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για μια πιο πράσινη και αποδοτική αγορά. Η μελέτη κάνει λόγο για συγκέντρωση στην λιανική αγορά, όπου ένας συμμετέχων κατέχει το 55,6% της αγοράς, ενώ μόνο πέντε εταιρείες ελέγχουν άνω του 5%. Στην αγορά του φυσικού αερίου, δύο μεγάλες εταιρείες κατέχουν το 64,8% της αγοράς, ενώ οι υπόλοιποι συμμετέχοντες έχουν πολύ μικρότερα μερίδια. Αυτή η συγκέντρωση περιορίζει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει την ευχέρεια των καταναλωτών να επωφεληθούν από μειώσεις τιμών.
Την ιδια ώρα κάνει λόγο για βελτιώσεις που απαιτούνται και στον τρόπο λειτουργίας της χονδρικής αγοράς ηλεκτρισμού ώστε να διασφαλιστεί ότι οι μηχανισμοί αυτοί θα λειτουργούν αποτελεσματικά υπό τις νέες αυτές συνθήκες.