Στα πλαίσια λειτουργίας σχετικής ομάδας εργασίας στο ΥΠΕΝ, συμμετέχοντας ο ΣΠΕΦ κατέθεσε όπως ζητήθηκε τις απόψεις του επί της πρότασης της ΡΑΕ.
Επισυνάπτεται το πλήρες κείμενο του ΣΠΕΦ.
- Συμφωνούμε με την πρόβλεψη για κατάθεση εγγυητικής επιστολής ύψους 1% επί του τυπικού κόστους της επένδυσης κατά την κατάθεση αίτησης για Άδεια Παραγωγής στην ΡΑΕ και με άνω όριο το 1 εκατ. ευρώ, η οποία και θα καταπίπτει υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού του άρθρου 143 του ν. 4001/2011 στην περίπτωση που κατά τον κρίσιμο χρόνο αυτοδίκαιης παύσης της άδειας δεν έχει υποβληθεί πλήρης φάκελος Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) του έργου ή αίτημα υπαγωγής σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (ΠΠΔ) σύμφωνα με την ισχύουσα περιβαλλοντική νομοθεσία. Το γεγονός πως τον τελευταίο μόλις χρόνο έχουν κατατεθεί στην ΡΑΕ αιτήματα για νέα έργα ΑΠΕ συνολικής εγκατεστημένης ισχύος άνω των 10 GW, εκ των οποίων το ~80% αφορά φωτοβολταϊκά, καθιστά τουλάχιστον αναγκαία μια τέτοια ρύθμιση. Όπως γνωρίζουμε, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ το περιθώριο για νέα εγκατεστημένη Φ/Β ισχύ μέχρι το 2030 δεν υπερβαίνει τα 4,5 GW και δεν θα μπορούσε να είναι παραπάνω, αφού η αιχμή του φορτίου ζήτησης συνολικά στο διασυνδεδεμένο σύστημα συνήθως κινείται στα 6-7 GW, τα οποία καλύπτονται και από όλες τις ΑΠΕ, σημερινές (5,5 GW) και μελλοντικές, καθώς και συμβατικές πηγές για τεχνικούς λόγους ασφάλειας, όπως είναι γνωστό.
Επειδή μάλιστα, τουλάχιστον το προηγούμενο ΕΣΕΚ περιοριζόμενο σε high level design, δεν παρείχε στοιχεία για τις συνθήκες συμφόρησης και αναγκαστικών περικοπών παραγωγής των νέων ΑΠΕ που θα υπάρχουν στο σύστημα το 2030 ακόμη και με συνθήκες μορφών και χωρητικότητας υποδομών αποθήκευσης που σήμερα δυνάμεθα να εικάσουμε στοιχειωδώς σε προεκβολή ως εφικτές, παραθέτουμε παρακάτω ανάλυση από paper των Loumakis et al για την κατάσταση φορτίου στο διασυνδεδεμένο σύστημα ανά μήνα για το έτος 2017 σε μέση ωριαία βάση, ώστε να γίνει γλαφυρότερα αντιληπτή η θέση μας σε κοινό που ενδεχομένως εκτιμά τα περιθώρια για νέες ΑΠΕ ως πολλαπλάσια. Σημειώνεται επίσης πως, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, η ζήτηση το 2030 λόγω των προγραμμάτων εξοικονόμησης που τρέχουν παράλληλα, δεν προβλέπεται να αυξηθεί από τα σημερινά επίπεδα.
Χωρίς λοιπόν να είναι ακόμα ορατός ο ορίζοντας οικονομικά αποδοτικών και αποτελεσματικών λύσεων αποθήκευσης ικανών να ετεροχρονίσουν μελλοντικά μαζικά την ανανεώσιμη παραγωγή σε ώρες που θα δύναται αυτή να απορροφηθεί από την κατανάλωση, η Πολιτεία οφείλει να αξιοποιήσει από όλο αυτό το επενδυτικό ενδιαφέρον που σε ενεστώτα χρόνο εκδηλώνεται, μόνον εκείνο το μέρος που είναι τεχνικά εφικτό στην βάση των δυνατοτήτων του συστήματος της. Επειδή ωστόσο η διαδικασία έκδοσης Άδειας Παραγωγής από την ΡΑΕ δυστυχώς δεν συναρτάται ούτε στοιχειωδώς με αναλύσεις φορτίου, αλλά εδράζεται μόνο σε τυπικά κριτήρια που δεν έχουν σχέση με τις δυνατότητες απορρόφησης της παραγωγής των υπό αδειοδότηση κάθε φορά έργων ΑΠΕ, υπό την επιφύλαξη περιοχών κηρυγμένων ως κορεσμένων το οποίο ωστόσο συνιστά ακραία 3 περίπτωση, το «φίλτρο» της Αρχής μέσω της εγγυητικής επιστολής εκτιμούμε πως θα λειτουργήσει επ’ ωφελεία της αδειοδότησης, ήτοι της πρόκρισης έργων φορέων που έχουν την ικανότητα και την δυνατότητα εν τέλει να επενδύσουν στην χώρα και όχι απλά να εμπορευθούν άδειες «φορτώνοντας» το σύστημα και κατασπαταλώντας τον χρόνο και τους πόρους της Διοίκησης.
Επιπλέον, αν και το development έργων από επιμέρους παίκτες στην αγορά αποτελεί δραστηριότητα που απαντάται και σε άλλες χώρες, εντούτοις δεν σημαίνει πως τούτο πρέπει να λειτουργεί παντελώς ανεξέλεγκτα ως προς την ποιότητα του επενδυτικού ενδιαφέροντος που παράγει. Η χώρα μας, καταληκτικά, έχει αυτή την στιγμή την «πολυτέλεια» να αξιοποιήσει μόνο το καλύτερο μέρος από το τεράστιο ενδιαφέρον που εκδηλώνεται στις ΑΠΕ, το οποίο λόγω των τεχνικών ορίων του συστήματος αλλά και των στόχων του ΕΣΕΚ για το 2030 όπως προελέχθη θα είναι μικρό υποσύνολο του συνολικού. Προς τον σκοπό λοιπόν του «ξακρίσματος» ενός υποσυνόλου με τα καλύτερα δυνατά επενδυτικά χαρακτηριστικά από αυτό που μαζικά εκδηλώνεται σε επίπεδο αιτήσεων Αδειών Παραγωγής, εκτιμούμε το μέτρο της εγγυητικής επιστολής ως κατάλληλο.
Τέλος, το γεγονός ότι μετά την Άδεια Παραγωγής ακολουθεί η αίτηση Προσφοράς Όρων Σύνδεσης στους Διαχειριστές (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ), καθιστά ακόμη πιο κρίσιμη την ύπαρξη «φίλτρου» στην ΡΑΕ που θα ρυθμίζει το επενδυτικό ενδιαφέρον. Για να το πούμε πιο απλά, αλίμονο αν ανεξέλεγκτα το τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον που επί του παρόντος εκδηλώνεται για τις ΑΠΕ και αντικειμενικά δεν χωράει στην χώρα, καταλήξει στους Διαχειριστές. Κάτι τέτοιο εκτιμούμε πως θα οδηγούσε σε ολική συμφόρηση τους τεχνικά και διοικητικά.
- Συμφωνούμε με την απαλοιφή περιττών και απολύτως τυπικών κριτηρίων στην αξιολόγηση των Αιτήσεων Αδειών Παραγωγής καθώς και στην ανάπτυξη ειδικού ηλεκτρονικού συστήματος από την ΡΑΕ για την υποβολή και παρακολούθηση της όλης διαδικασίας από τους επενδυτές, μέγιστης διάρκειας δύο μηνών από τον χρόνο υποβολής της αίτησης με πλήρη φάκελο έως την έκδοση της Άδειας ή την απόρριψη της. Διατηρούμε ωστόσο κάποιες επιφυλάξεις στο κατά πόσον θα μπορέσει η Αρχή να ανταποκριθεί υπό τον επενδυτικό φόρτο που εκδηλώνεται στο χρονοδιάγραμμα αυτό.
3. Εκτιμούμε ως θετική την αυτοδίκαιη, ήτοι χωρίς έκδοση διαπιστωτικής πράξης, παύση ισχύος της Άδειας Παραγωγής εφόσον ο κάτοχος της δεν έχει, έως τη λήξη συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται ανά κατηγορία σταθμών στο κείμενο της Αρχής και υπό την επιφύλαξη δικαστικής αναστολής, εξασφαλίσει την αποδοχή από τον Διαχειριστή Οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης του έργου με το Σύστημα ή το Δίκτυο και δεν έχει καταθέσει την προβλεπόμενη εγγυητική επιστολή. Ειδικότερα για τα φωτοβολταϊκά το διάστημα των τεσσάρων ετών που προτείνει η ΡΑΕ κρίνεται επαρκές. Προϋπόθεση ωστόσο αποτελεί η απρόσκοπτη λειτουργία των τμημάτων αξιολόγησης αιτήσεων για Προσφορές Σύνδεσης των Διαχειριστών (ΔΕΔΔΗΕ, ΑΔΜΗΕ) και ανυπερθέτως η κατάργηση και μη επανάληψη στο μέλλον ανυπόστατων προτεραιοτήτων στην αξιολόγηση αιτήσεων που στρεβλώνουν κατάφορα τον ανταγωνισμό, μοιράζουν τον πεπερασμένο ηλεκτρικό χώρο χαριστικά ως επί τω πλείστο σε επιτηδείους για ψηφοθηρικούς λόγους και καθιστούν αδύνατο κάθε χρονικό προγραμματισμό των σοβαρών ιδιωτών επενδυτών.