Στην αδυναμία του ΤΑΙΠΕΔ να προχωρήσει στην αξιοποίηση του κοιτάσματος του Πρίνου στη Νότια Καβάλα ως αποθήκη φυσικού αερίου αναφέρεται μεταξύ άλλων η τρίτη έκθεση μεταμνημονιακής εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Η έκθεση επιβεβαιώνει δε τις πληροφορίες που είχαν ήδη γίνει γνωστές για επιστροφή των εγκαταστάσεων του Πρίνου στο Δημόσιο.
«Όσον αφορά στις υπόγειες φυσικές εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Νότιο Καβάλα, το ΤΑΙΠΕΔ δεν εντόπισε οποιοδήποτε πρακτικό τρόπο ανάπτυξης ή ιδιωτικοποίησης αυτού το περιουσιακού στοιχείου που να συνάδει με το τρέχον ρυθμιστικό πλαίσιο και τις συνθήκες της αγοράς. Κατά συνέπεια, το ΤΑΙΠΕΔ ζήτησε να επιστρέψει αυτό το περιουσιακό στοιχείο στο Δημόσιο», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτό που θεωρείται ως το πλέον πιθανόν είναι η αρμοδιότητα του κοιτάσματος να μην περάσει στο Υπερταμείο, αλλά στην Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων (ΕΔΕΥΕΠ).
Ο διαγωνισμός του ΤΑΙΠΕΔ κατέληξε άγονος
Σημειώνεται πως ο διαγωνισμός του ΤΑΙΠΕΔ για την αξιοποίηση του κοιτάσματος της Νότιας Καβάλας ως αποθήκης φυσικού αερίου ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2020 και ύστερα από συνεχείς παρατάσεις κατέληξε άγονος. Οι υποψήφιοι επενδυτές Energean και ΔΕΣΦΑ - ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ δεν προσήλθαν να υποβάλουν δεσμευτικές προσφορές, επιβεβαιώνοντας την απροθυμία που είχαν γνωστοποιήσει τόσο στο ΤΑΙΠΕΔ όσο και στα συναρμόδια υπουργεία από τον περασμένο Ιούνιο, όταν η ΡΑΑΕΥ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας) εξέδωσε τον κανονισμό τιμολόγησης.
Η ΡΑΑΕΥ έβαλε πλαφόν στο ποσοστό κοινωνικοποίησης του έργου (50%), το ποσοστό δηλαδή που μεταφέρεται στους χρήστες της αποθήκης και μέσω αυτών στους τελικούς καταναλωτές, υποδεικνύοντας δύο πηγές εσόδων για τους επενδυτές.
Η μία εξ αυτών ήταν ο κρατικός προϋπολογισμός, ο οποίος θα μπορούσε για λόγους ενεργειακής ασφάλειας να διατηρεί στρατηγικά αποθέματα αερίου στην αποθήκη, αποζημιώνοντας τους επενδυτές για τη χρήση τους έπειτα από σχετική έγκριση της Κομισιόν. Η έτερη επιλογή ήταν η χρηματοδότηση του έργου από ευρωπαϊκούς πόρους.
Το Δημόσιο δεν ενδιαφέρθηκε και το ΤΑΙΠΕΔ ανέλαβε να διασώσει τα προσχήματα υποβάλλοντας στην Κομισιόν αίτημα για επανένταξη του έργου στη λίστα των ευρωπαϊκών έργων κοινού ενδιαφέροντος. Ωστόσο, περιέργως το ΤΑΙΠΕΔ δεν εμφανίστηκε στην αρμόδια επιτροπή της ΕΕ για να υποστηρίξει το έργο ως όφειλε –ως ο φορέας υλοποίησής του–, με αποτέλεσμα το έργο να μην αξιολογηθεί καν και να χάσει την ευκαιρία επανένταξης στη λίστα των ευρωπαϊκών έργων κοινού ενδιαφέροντος.