Αμέσως, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24/2/2022, αποφασίστηκε από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, μεταξύ των οποίων και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα πρωτόγνωρο πακέτο οικονομικών κυρώσεων, το οποίο περιελάβανε μεταξύ άλλων και δύο πολύ σημαντικά νομισματικά μέτρα με οικονομικές αλλά και θεσμικές επιπτώσεις σε διεθνές επίπεδο.
Το πρώτο αφορούσε το πάγωμα των ρωσικών συναλλαγματικών αποθεμάτων ύψους περίπου 320 δις δολαρίων, δηλαδή το 50% του συνόλου που διακρατεί η χώρα, ενώ με το δεύτερο αποκόπτονται οι ρωσικές τράπεζες από το ηλεκτρονικό σύστημα μεταβίβασης διατραπεζικών μηνυμάτων SWIFT (Societyfor World wideInterbank Financial Telecommunication). Ο αποκλεισμός αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση και ακύρωση των παντός είδους εξωτερικών συναλλαγών της Ρωσίας με τρίτες χώρες. Και τα δύο μέτρα είχαν ως πολιτικό στόχο την οικονομική εξασθένιση της χώρας και τον εξαναγκασμό της να τερματίσει το ταχύτερο τον πόλεμο.
Εν τω μεταξύ έχουν παρέλθει έξι μήνες από την έναρξη του πολέμου και ο αρχικός στόχος φαίνεται να μην επιτυγχάνεται, αφού οι πολεμικές συγκρούσεις μαίνονται, όπως επίσης απέτυχε και ο αιφνιδιασμός δίκην αστραπής (Blitzkrieg) της Ρωσίας να επιτύχει τους άγνωστους ακόμη πολεμικούς της στόχους. Έτσι, μετά από πολλά και σημαντικά γεγονότα που συνδέονται με τα δύο αυτά νομισματικά μέτρα, είναι χρήσιμο να γίνει μια προσπάθεια προσέγγισης των αποτελεσμάτων αλλά και της σκοπιμότητας της χρήσης τέτοιων μέτρων στην περίπλοκη και με πλήρη αλληλεξάρτηση λειτουργία της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας μας. Οριστικά ποσοτικά δεδομένα των οικονομικών απωλειών του πολέμου θα πρέπει να αναμένονται μετά από πολλούς μήνες ή και χρόνια αφού λήξουν οι εχθροπραξίες.
Το πάγωμα των συναλλαγματικών αποθεμάτων
Αρχικά είναι ανάγκη προς αποφυγήν της όποιας σύγχυσης, να ξεκαθαρίσουμε ότι για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει θέμα συμμετοχής ή όχι στις κυρώσεις, δεδομένου ότι η επιβολή κυρώσεων ανήκει στις αρμοδιότητες της Ένωσης, η δε εφαρμογή τους είναι υποχρεωτική για τα κράτη μέλη. Συνεπώς, ανεξάρτητα από την άποψη που πιθανόν να είχε μια χώρα σχετικά με τη χρήση τέτοιων μέτρων, τα περιθώρια αντίδρασης ήταν ανύπαρκτα.
Ότι ισχύει βέβαια για το επίσημο κράτος δεν δεσμεύει πολιτικούς, δημοσιογράφους και κυρίως επιστημονικούς φορείς να έχουν διαφορετική άποψη, εφόσον έχουν, και να τη διατυπώνουν με σαφήνεια, συμβάλλοντας στο δημόσιο διάλογο και φωτίζοντας τις επιμέρους πτυχές ενός σύνθετου φαινομένου. Προσωπικά, πολύ νωρίς μετά την εξαγγελία των κυρώσεων, στις 26/3/2022 με άρθρο μου στην ιστοσελίδα ertnews.gr, «Το δολάριο, ο Πούτιν και το νομισματικό σύστημα», επισημαίνω τόσο τη διαφαινόμενη αναποτελεσματικότητα των μέτρων, όπως επίσης και τους κινδύνους που εμπεριέχουν για την ομαλή μελλοντική λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού μας συστήματος.
Είναι γεγονός, ότι το μέτρο του παγώματος των συναλλαγματικών αποθεμάτων, σε όγκο μεγαλύτερου εκείνου του συνόλου των αποθεμάτων της Γερμανίας, δεν ήταν αναμενόμενο για μια χώρα του μεγέθους, της σημασίας και του επιπέδου συνδεσιμότητας στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι, όπως της Ρωσίας. Κυρίως δε, επειδή το ίδιο μέτρο έχει στο παρελθόν αποδειχθεί αναποτελεσματικό, όταν εφαρμόστηκε σε βάρος άλλων μικρότερων χωρών. Και βεβαίως δεν το ανέμενε και η ρωσική πλευρά, η οποία αιφνιδιάστηκε αρχικά, αφού αποδυνάμωνε την ικανότητα της Κεντρικής της Τράπεζας να ασκήσει τη νομισματική πολιτική που θα επιθυμούσε.
Όμως, χάριν κυρίως στις ικανότητες της πολυβραβευμένης από δυτικές οργανώσεις και περιοδικά Προέδρου της Τράπεζας Ελβίρα Ναμπιούλινα, οι επιπτώσεις ήταν περιορισμένες σε σχέση με εκείνες που αρχικά αναμενόταν. Πέρα από τα 300-400 δις δολάρια περιουσιακών στοιχείων της Κεντρικής Τράπεζας που πάγωσαν, τις δύο πρώτες εβδομάδες μετά την εισβολή καταγράφηκαν από το συνωστισμό στα ταμεία των τραπεζών εκροές συναλλάγματος άνω των 30 δις δολαρίων. Με άμεσες κινήσεις δραστικής αύξησης των επιτοκίων αναφοράς στο 20%, κλείσιμο του χρηματιστηρίου, όπως και απαγόρευσης εξαγωγής συναλλάγματος, κατάφερε να αποτρέψει μια μόνιμη βύθιση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρουβλιού, το οποίο μάλιστα στη συνέχεια ανέκαμψε σημαντικά. Η άρση της μετατρεψιμότητας του νομίσματος συνεχίζεται βέβαια, χωρίς να διαφαίνεται προοπτική για συμμετοχή των Ρώσων κατοίκων στη διεθνή κίνηση κεφαλαίων. Όμως, με τον εγκλωβισμό των κεφαλαίων εντός της χώρας κατάφερε σε γενικές γραμμές προσωρινά να σταθεροποιήσει την οικονομία. Ακόμη να σημειωθεί, ότι η εργαλειοποίηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων οδήγησε τη Ρωσία στη χρησιμοποίηση των εξαγωγών του φυσικού αερίου ως αντίμετρο, με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα να χτίσει τα ίδια αποθέματα μέσα από τις αυξήσεις των τιμών.
Τα δύσκολα όμως για τη ρωσική οικονομία έπονται. Η αποχώρηση μεγάλου αριθμού δυτικών εταιρειών, η ακύρωση επενδύσεων σε εξέλιξη και ο τεχνολογικός αποκλεισμός από τη Δύση, αποτελούν από τη φύση τους σημαντικά εμπόδια για μια γρήγορη ανάκαμψη. Αντίθετα, όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στην άποψη ότι η χώρα θα βυθιστεί σε ύφεση από την οποία δύσκολα θα ανακάμψει, ενώ το ΑΕΠ της θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα αντιμετωπίσει δηλαδή το γνωστό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται ως αντίδραση τύπου L.
Για τη Δύση οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις σε ότι φορά το πάγωμα των ρωσικών συναλλαγματικών αποθεμάτων, πέραν της απώλειας μιας σημαντικής αγοράς, θα είναι εξίσου επώδυνες. Κυρίως, επειδή το πάγωμα διαταράσσει την εμπιστοσύνη τρίτων χωρών σε ότι αφορά την τοποθέτηση των αποθεμάτων τους σε δυτικές τράπεζες, οι οποίες πιθανόν να στραφούν σε άλλους προορισμούς ενισχύοντας τη θέση τους και αποδυναμώνοντας εκείνη του Ευρώ και κυρίως του Δολαρίου. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα έχει επιπτώσεις μεμονωμένα στην απόσυρση ή μείωση νέων τοποθετήσεων συναλλαγματικών διαθεσίμων, αλλά και γενικότερα στη συμμετοχή των επιμέρους νομισμάτων στην εξυπηρέτηση των διεθνών συναλλαγών.
Τι απέφερε ο αποκλεισμός των ρωσικών τραπεζών από το SWIFT
Ότι οι υπηρεσίες που προσφέρει το SWIFT είναι πολύ σημαντικές και συνεπώς ένας αποκλεισμός από αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολύ σοβαρές συνέπειες σε όποια χώρα τον υποστεί, είναι επίσης αυτονόητο. Άλλωστε πρόκειται για έναν τεράστιο συνεταιρισμό ανταλλαγής μηνυμάτων, ο οποίος ελέγχεται μεν από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, την εποπτεία όμως ασκεί το Βέλγιο, αφού έχει ως έδρα του τις Βρυξέλλες. Αριθμεί περί τα 11.000 μέλη, τράπεζες και επιχειρήσεις, που εκτείνονται σε 200 χώρες και ανταλλάσσουν 42 εκ. μηνύματα την ημέρα. Συμβάλλει στην διεκπεραίωση συναλλαγών σε προϊόντα, υπηρεσίες, πρώτες ύλες και ενεργειακά προϊόντα και μεταβιβάζει πληροφορίες για την ολοκλήρωση μιας συναλλαγής, χωρίς όμως να διαχειρίζεται τις πληρωμές.
Παρότι αρχικά ο αποκλεισμός θεωρήθηκε ότι αποτελεί «πυρηνικό νομισματικό όπλο» (Bruno La Maire Γάλλος υπουργός οικονομικών), όμως το γεγονός ότι εξαιρέθηκε πάλι, όπως και το 2014, ο ενεργειακός τομέας και οι ρωσικές τράπεζες που τον εξυπηρετούν, αποδυνάμωσε το μέτρο εν τη γενέσει του. Ακολούθησε η απαίτηση της Ρωσίας για πληρωμή του φυσικού αερίου σε ρούβλια και τελικά η υλοποίησή της, η οποία εξασθένησε περεταίρω τη δράση του. Άλλωστε ούτε οι ΗΠΑ συνόδεψαν το μέτρο με τον αποκλεισμό των ρωσικών τραπεζών από το, σημαντικότερο για τη διενέργεια διεθνών συναλλαγών, σύστημα των ανταποκριτριών τραπεζών, κάτι που θα ενίσχυε την αποτελεσματικότητά του. Σε μια τέτοια περίπτωση όποια δυτική τράπεζα πραγματοποιούσε συναλλαγές με ρωσική θα αποκλειόταν από το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και την τεράστια ζώνη δολαρίου, κάτι που θα ισοδυναμούσε με αυτοχειρία.
Παρά την περιορισμένη αποτελεσματικότητα του SWIFTως όπλου σε μια πολεμική διαμάχη, οι αλλαγές που θα επιφέρει στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Ήδη, ανοίγονται δρόμοι για αναζήτηση εναλλακτικών δομών, οι οποίες θα οδηγήσουν σε αποδυνάμωση της δυτικής συναλλακτικής κυριαρχίας, με όποια γεωοικονομική και γεωπολιτική σημασία αυτή συνεπάγεται. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα ενόψει πιθανών αποκλεισμών, έχουν προχωρήσει προ πολλού στην ανάπτυξη δικών τους συστημάτων διαχείρισης και διευκόλυνσης των διεθνών τους συναλλαγών.
Η Ρωσία ανέπτυξε, στα πρότυπα του SWIFT, το «Systemfor Transferof Financial Messages», με περιορισμένη όμως προς το παρόν εμβέλεια, αφού συμμετέχουν μόνο 52 τράπεζες από 12 χώρες. Πιο σοβαρή είναι η περίπτωση του κινεζικού συστήματος, το οποίο τρέχει ήδη από το 2015. Το «Cross-BorderInterbank Payment System» της Κίνας δεν αποτελεί απλά μια πλατφόρμα μεταφοράς μηνυμάτων, αλλά ταυτόχρονα διεκπεραιώνει τις πληρωμές προσφέροντας μάλιστα και υπηρεσίες Clearing. Στο κινεζικό σύστημα συμμετέχουν περί τα 1300 τραπεζικά ιδρύματα και άλλες επιχειρήσεις, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται διαρκώς. Εκείνο που θα πρέπει βέβαια να λάβει κανείς υπόψη του για τις μελλοντικές εξελίξεις είναι δύο πράγματα. Πρώτον, ότι τα γεωοικονομικά δεδομένα έχουν αλλάξει σημαντικά και δεύτερον ότι η Κίνα για την ενδυνάμωση του Γουάν, ως αποθεματικού νομίσματος, το οποίο στοχεύει στο να αποσπάσει ένα σημαντικό τμήμα των διεθνών συναλλαγών, θα χρησιμοποιήσει το ψηφιακό Γουάν το οποίο είναι από καιρού έτοιμο.
Οι εξελίξεις δείχνουν, ότι πολλές χώρες, οι οποίες δε συμμετέχουν στις δυτικές κυρώσεις, χρησιμοποιούν στα συμβόλαια αγορών, κυρίως για ενεργειακά προϊόντα, τα εθνικά τους νομίσματα ή το κινεζικό Γουάν. Συνεπώς, είναι αναμενόμενη μια εξασθένηση μακροπρόθεσμα της θέσης του δολαρίου, όχι μόνο στο συναλλακτικό αλλά και στο εμπορικό επίπεδο. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι τα μέχρι τώρα συναλλαγματικά αποθέματα σε δολάρια που έχουν σχηματισθεί, κυρίως από την Κίνα, αποτελούν πονοκέφαλο μόνο για τον εκδότη τους, αλλά και για τη χώρα που τα διακρατεί, αφού αυτά αποτελούν απαιτήσεις με μια υποσχετική ή οποία σε δύσκολες καταστάσεις είναι αμφίβολο αν θα εξοφληθεί.
Συμπερασματικά, είναι πολύ πρώιμο να υποστηρίξει κανείς, για μια υπόθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη, ότι τα μέτρα απέτυχαν πλήρως ή από την άλλη πλευρά ότι γονάτισαν τη ρωσική οικονομία, που ήταν και ο αρχικός στόχος. Άλλωστε, σε διαφορετικές εκτιμήσεις καταλήγουν σε πρόσφατες ανακοινώσεις τους και δύο πολλοί σημαντικοί φορείς ερευνητικής αξιοπιστίας. Το μεν Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποστηρίζει ότι η ρωσική οικονομία βρίσκεται μετά από την επιβολή των κυρώσεων σε καλύτερη κατάσταση από ότι αναμενόταν, ενώ αναλυτές του Πανεπιστημίου Yale αναφέρουν ότι η ρωσική οικονομία οδεύει προς την κατάρρευση. Εκείνο που μπορεί κανείς με βεβαιότητα να υποστηρίξει είναι, ότι ουδείς είναι σε θέση να καταθέσει έγκυρες προβλέψεις για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις ενός φαινομένου που παρουσιάζει πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά.
Το μόνο που γνωρίζουμε πλέον με μεγάλη δόση βεβαιότητας είναι ότι η Ευρώπη έχει μπροστά της ένα δύσκολο χειμώνα, για τον οποίον οι χώρες αντί να εφησυχάζουν θα πρέπει να προετοιμάζονται. Λεονταρισμοί του τύπου «είμαστε θωρακισμένοι» δεν χωρούν σε μια τόσο δύσκολη περίπτωση, όταν αναμένεται να δημιουργηθούν ακόμη και υπαρξιακά προβλήματα ως συνήθως για τα αδύναμα μέλη κοινωνίας, τα οποία βιώνουν εδώ και χρόνια συνεχείς μειώσεις του ονομαστικού τους εισοδήματος και τώρα πλέον με το πρωτόγνωρο ύψος του πληθωρισμού και της αγοραστικής του δύναμης.
(Ο Χαράλαμπος Γκότσης Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, το άρθρο δημοσιεύτηκε στο iEidiseis.gr)