Η πρόσφατη απόφαση των Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ για τον μηχανισμό διόρθωσης της αγοράς φυσικού αερίου (φ.α.), αποτελεί υπόδειγμα απόφασης-χριστουγεννιάτικου δέντρου, όπου κάθε χώρα έχει προσθέσει τα στολίδια-θέσεις, διατυμπανίζοντας επικοινωνιακά την επιτυχία της.
Η χρήση του όρου «πλαφόν», δηλαδή της ανώτατης τιμής πέραν τής οποίας δεν αγοράζεται φ.α. είναι παραπλανητική, καθώς αυτό που αποφασίσθηκε δεν είναι πλαφόν. Πρόκειται για ένδειξη τιμών, με τις προϋποθέσεις που τίθενται να είναι ενδεικτικές της «επικοινωνιακής» διαχείρισης του θέματος.
Το «πλαφόν» αφορά μόνο τις συναλλαγές που γίνονται μέσω των χρηματιστηρίων ενέργειας και συνήθως αφορούν μικρές ποσότητες που αγοράζονται/πωλούνται στις spot αγορές. Από το «πλαφόν» εξαιρούνται οι εξωχρηματιστηριακές πράξεις (OTC), δηλαδή διμερή συμβόλαια που μπορούν να συνάπτονται ελεύθερα.
Ουσιαστικά, όταν η ζήτηση φυσικού αερίου θα είναι χαμηλή η αγορά θα λειτουργεί με τιμές χαμηλότερες του πλαφόν ενώ όταν η ζήτηση είναι υψηλή, οι έχοντες ανάγκη φ.α. προφανώς θα μπορούν να το προμηθεύονται εκτός των χρηματιστηρίων, με τιμές υψηλότερες του πλαφόν και τότε το πλαφόν δεν έχει κανένα πρακτικό αποτέλεσμα.
Μάλιστα αν πραγματικά τηρηθεί το πλαφόν, πιθανότατα τα φορτία LNG θα κινηθούν προς την Ασία, δημιουργώντας πρόβλημα εφοδιασμού στην Ευρώπη.
Προς επίρρωση, μόλις δύο ημέρες μετά την απόφαση της ΕΕ, οι πάροχοι ανακοίνωσαν αύξηση 30% στην τιμή του οικιακού ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ αδιέξοδο αντιμετωπίζει και η βιομηχανία με τη λήξη των συμβολαίων υψηλής τάσης. Η προβληματική απάντηση της κυβέρνησης είναι η μειούμενη επιδότηση οικιακών καταναλωτών.
Το κύριο ενεργειακό ζήτημα έως το 2021, ήταν η τιμή του αργού πετρελαίου, καθώς το φυσικό αέριο είχε σταθερές τιμή. Από το καλοκαίρι του 2021, οι τιμές (spot) του φ.α. στην Ευρώπη και Ασία, αυξήθηκαν σημαντικά και ανεξάρτητα από τις τιμές του πετρελαίου.
Ακολούθως, οι τιμές φ.α. εκτοξεύθηκαν με την ουκρανική κρίση, με κορύφωση τιμών το καλοκαίρι του 2022. Οι τιμές αποκλιμακώθηκαν το φθινόπωρο, εξαπλάσιες όμως του μέσου όρου των προηγούμενων ετών, ενώ οι τιμές του αργού πετρελαίου παρέμειναν οριακά υψηλότερες από τον μέσο όρο του παρελθόντος.
Η διεθνής αγορά spot του φ.α. χαρακτηρίζεται από την απομονωμένη αγορά των ΗΠΑ, με άφθονη παραγωγή σχιστολιθικού αερίου και τις χαμηλότερες τιμές spot διεθνώς. Στον αντίποδα οι αγορές Ευρώπης και Ασίας αντιμετωπίζουν έως και 10 φορές υψηλότερες τιμές spot από ΗΠΑ, λόγω υψηλού κόστους μεταφοράς και περιορισμένης ευελιξίας των αγορών.
Ο δυισμός των τιμών φ.α. είναι ο κύριος λόγος των διαφορετικών επιπτώσεων από τις υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου στον πληθωρισμό στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Στην Ευρώπη, σύμφωνα με τους υφιστάμενους Κανονισμούς, οι τιμές στα χρηματιστήρια ενέργειας καθορίζονται από την υψηλότερη προσφορά του παραγωγού, με τις τελικές τιμές στον καταναλωτή να αυξάνονται ασύμμετρα στις χώρες της ευρωζώνης, ανάλογα με τις επιδοτήσεις κάθε κράτους.
Με απλά λόγια σημαίνει ότι αν χρειαζόμαστε 20 μονάδες ενέργειας και βρούμε τις 19 σε τιμή 5€ και την τελευταία με 20€, όλη η ενέργεια θα χρεωθεί προς 20€. Κάνοντας τον λογαριασμό, εμφανίζονται τα «υπερκέρδη». Η επιδότηση δε στους καταναλωτές, είναι στην ουσία μετατόπιση πληρωμών από τους καταναλωτές μέσω των φόρων τους στο μέλλον.
Ως αποτέλεσμα, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας κλιμακώθηκαν στην Ευρώπη, ενώ παρέμειναν σταθερές στις ΗΠΑ. Για τον λόγο αυτό υπάρχει απόκλιση μεταξύ ΗΠΑ και ευρωζώνης στη συμβολή της ενέργειας στον πληθωρισμό.
Σύμφωνα με στοιχεία του CEPS, oι τιμές της ενέργειας συνέβαλαν 4,7 ποσοστιαίες μονάδες στον πληθωρισμό της ευρωζώνης, έναντι μόλις 1,4 μονάδων των ΗΠΑ (Οκτώβριος 2022). Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στις τιμές του φ.α., ενώ η συμβολή των καυσίμων κίνησης (τιμές αργού πετρελαίου), ήταν παρόμοια σε ευρωζώνη και ΗΠΑ.
Εντός της ευρωζώνης παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση τιμών, καθώς τα τιμολόγια φ.α. και ηλεκτρικού, ιδίως στα νοικοκυριά ρυθμίζονται σε εθνικό επίπεδο. Σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης, τα τιμολόγια καταναλωτή αναπροσαρμόστηκαν με βάση τις τιμές χονδρικής και οδήγησαν σε εκτόξευση του πληθωρισμού.
Στις χώρες της Ιβηρικής, ο μηχανισμός αναπροσαρμογής ανεστάλη, όπως στην Ισπανία, όπου η κυβέρνηση επιδοτεί πλέον τη χρήση του φυσικού αερίου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, το αποτέλεσμα είναι η μείωση του τμήματος του πληθωρισμού που οφείλεται στην ενέργεια.
Οι μεγάλες διαφορές στα εθνικά ρυθμιζόμενα τιμολόγια, είχε αποτέλεσμα η συμβολή της ενέργειας στον πληθωρισμό να διαφέρει εντός της ευρωζώνης, από 0,8 % στην Ισπανία έως 7,3 % στην Ιταλία. Οι διαφορές αυτές λόγω των εθνικών επιδοτήσεων, θα καθυστερήσουν οποιαδήποτε προσαρμογή του πληθωρισμού στην ευρωζώνη.
Επιπρόσθετο παράγοντα αστάθειας των τιμών φυσικού αερίου στην ΕΕ αποτελεί το Qatargate. Τυχόν απόδειξη χρηματισμού αξιωματούχων της ΕΕ από επίσημες πηγές του Κατάρ, συνεπάγεται την αναστολή της ενεργειακής συνεργασίας ΕΕ-Κατάρ.
Σήμερα σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) εισάγουν LNG από το Κατάρ, με την Γερμανία πρόσφατα να συνάπτει 15ετές συμβόλαιο προμήθειας LNG. Μάλιστα στις νεες επενδύσεις στα δύο νέα κοιτάσματα του Κατάρ συμμετέχει η γαλλική Total και η ιταλική ENI. Η αναστολή λοιπόν της ενεργειακής συνεργασίας με το Κατάρ θέτει νέες προκλήσεις στην ευάλωτη αγορά φ.α.
Η κατάσταση αυτή αποτελεί πρόκληση για την κυβέρνηση, καθώς καλείται να αντιμετωπίσει το ενεργειακό κόστος με το χαμηλότερο δημοσιονομικό και κοινωνικό κόστος.
Σήμερα οι συναλλαγές του φυσικού αερίου στο χρηματιστήριο ενέργειας αντιπροσωπεύουν το 5% και με την θέσπιση ανώτατου ορίου στην εκκαθάριση των διαφορετικών πηγών ενέργειας επιχειρείται τεχνικά η προσομοίωση της τιμής με όρους μέσου κόστους.
Παρά ταύτα ο ίδιος στόχος θα εξυπηρετείτο αποτελεσματικότερα με την σύναψη διμερών εξωχρηματιστηριακών συμβολαίων (OTC) του φ.α., επιτρέποντας την τιμολόγηση στο μέσο κόστος και εύλογο ποσοστό κέρδους στην ηλεκτρική ενέργεια.
Η αγορά του φ.α. στην ΕΕ δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, λόγω γεωπολιτικών εξελίξεων με το 1/5 της της προσφοράς φ.α. εκτός ευρωπαϊκής αγοράς. Αυτό δικαιολογεί την λήψη έκτακτων μέτρων σε διαβούλευση με εταίρους, ώστε να σταθεροποιηθεί η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα.
Έτσι πέραν ρυθμίσεων στο χρηματιστήριο ενέργειας, απαιτείται σημαντική επενδυτική παρέμβαση, μέσω προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, ώστε η αύξηση της προσφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, να μειώσει την τιμή. Η πολιτική αυτή σε συνδυασμό με τον στόχο κάλυψης του 45% των ενεργειακών αναγκών με ΑΠΕ το 2030, δημιουργεί σημαντικό αναπτυξιακό περιθώριο στη χώρα.
Η απόφαση των Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ επιβεβαιώνει την ευθύνη αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης σε εθνικό επίπεδο με σχέδιο ανάπτυξης, θέτοντας πλαφόν στους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς.
(Ο Γιάννης Μπράχος είναι Οικονομολόγος-πρώην Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Υπουργείου Εξωτερικών)