Η ουκρανική κρίση δοκιμάζει τα όρια της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης (LIO-LiberalInternationalOrder) σε όρους ασφάλειας, καθώς η διευθέτηση μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ήταν καταδικασμένη να καταρρεύσει, σύμφωνα με τον J. Mearsheimer.
Η φιλελεύθερη διεθνής τάξη εμπέδωσε μεταπολεμικά την συνεργασία της Δύσης σε όρους ασφάλειας, συνέβαλε στην εξάπλωση του οικονομικού φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, αυξάνοντας την κινητικότητα του κεφαλαίου.
Όμως, η «εξαγωγή δημοκρατίας» σε όλο τον κόσμο, η οποία είναι κεντρική στην οικοδόμηση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, αποδείχθηκε «αδύνατη αποστολή» και συχνά δηλητηρίασε τις σχέσεις της Δύσης με άλλες χώρες, οδηγώντας και σε καταστροφικές συγκρούσεις, όπως στο Ιράκ, στην Αραβική Άνοιξη και στο Αφγανιστάν.
Επιπρόσθετα, η παγκοσμιοποίηση, επιδιώκοντας την ελαχιστοποίηση των φραγμών στο εμπόριο και τις επενδύσεις, είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας, τη μείωση μισθών και την αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας στη Δύση, οδηγώντας σε οικονομικές κρίσεις. Τα οικονομικά προβλήματα μετατράπηκαν σε πολιτικά προβλήματα, διαβρώνοντας περαιτέρω την υποστήριξη στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη.
Ο J. Mearsheimer στη διάλεξη του 2015 με τίτλο «Γιατί φταίει η Δύση για την Ουκρανία;» είχε επιρρίψει ευθύνες της Δύσης για την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό καθηγητή του Σικάγο, η Ρωσία αντιμετώπισε την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία ως υπαρξιακή κρίση, συνεπώς η Ρωσία θα αντιδρούσε με εισβολή. Παρότι ο Mearsheimer από το 1993 είχε προειδοποιήσει την Ουκρανία να διατηρήσει το πυρηνικό οπλοστάσιο, ως αποτρεπτικό μέσο έναντι της Ρωσίας, οι επικριτές του θεωρούν την προσέγγιση φιλορωσική, καθώς η διάλεξη έγινε viralστα ρωσικά μέσα επικοινωνίας.
Ο Mearsheimer θεωρεί την ειρήνευση «χαμένη υπόθεση» στην Ουκρανία, καθώς η Ρωσία δεν πρόκειται να παραδώσει τα εδαφικά κέρδη στην Ανατολική Ουκρανία, ενώ η Δύση δεν μπορεί να συμβιβασθεί. Συνεπώς η κλιμάκωση του πολέμου είναι δεδομένη με πιθανή την χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων.
Οι εξελίξεις του τελευταίου μήνα στο ουκρανικό, υποδεικνύουν πράγματι το αδιέξοδο της πολεμικής σύγκρουσης, αλλά στο παρασκήνιο εξετάζονται σενάρια λύσης. Το έγκυρο περιοδικό Spiegel παρουσίασε πρόσφατα εκτενές κύριο άρθρο με τα ενδεχόμενα σενάρια συμβιβασμού.
Οι δεξαμενές σκέψεις σε ΗΠΑ και ΗΒ αναλύουν την επόμενη μέρα της σύγκρουσης στην Ουκρανία, με στόχο τη διατήρηση του πολιτικού ελέγχου στο Κίεβο. Σε αυτό συνηγορούν οι μετρήσεις της αμερικανικής κοινής γνώμης, που υποδεικνύουν κόπωση στην «με όλα τα μέσα υποστήριξης της Ουκρανίας».
Ίδια τάση συναντάται στις μετρήσεις της γερμανικής κοινής γνώμης σύμφωνα με το Spiegel, καθώς η σαφής πλειοψηφία των Γερμανών που υποστήριζε παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία πριν ένα εξάμηνο, σήμερα έχει περιορισθεί στο μισό, και το υπόλοιπο μισό επιθυμεί το Βερολίνο να αναλάβει διπλωματικές πρωτοβουλίες λύσης της ουκρανικής κρίσης.
Στο κλίμα αυτό προστέθηκαν οι καταγγελίες για πώληση οπλικών συστημάτων σε μη φιλικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, αρχικά προοριζόμενων για την άμυνα της Ουκρανίας. Η δημοσιοποίηση των καταγγελιών έδωσε αφορμή σε Ρεπουμπλικάνους να ασκήσουν κριτική στους Δημοκρατικούς για διασπάθιση κονδυλίων.
Υπό το βάρος διεθνών πιέσεων για την αντιμετώπιση της διαφθοράς στη διαχείριση της αμερικανικής βοήθειας προς την Ουκρανία, ο Πρόεδρος Ζελένσκι προχώρησε στην απόλυση ή παραίτηση υψηλόβαθμων Ουκρανών αξιωματούχων λόγω διαφθοράς, όπως ο αναπληρωτής προσωπάρχης του Προέδρου και ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας.
Παγωμένη σύγκρουση στην οικονομία
Σύμφωνα με τα εγκυρότερα thinktanks στρατηγικής, η πολεμική αναμέτρηση θα μετεξελιχθεί σε παγωμένη σύγκρουση, κατά το πρότυπο του πολέμου της Κορέας, μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ουκρανίας, με συνεχείς τριβές των μερών στη μεθόριο.
Σε αυτό το ενδεχόμενο, η ΕΕ θα αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως εχθρική δύναμη στα ανατολικά της σύνορα. Πέραν των κινδύνων για την Ευρώπη με μία παγωμένη σύγκρουση στην αυλή της, η ευρωπαϊκή οικονομία θα αλλάξει παραγωγική δομή αναζητώντας νέες εφοδιαστικές αλυσίδες. Η έως σήμερα ευρωπαϊκή οικονομία που στηρίχθηκε στις ειρηνικές σχέσεις και στην εξάπλωση του εμπορίου παγκοσμίως είναι πλέον παρελθόν.
Πλέον, οι χώρες της ΕΕ θα υποχρεούνται σε υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, σε αναζήτηση ασφαλούς πρόσβασης και διαφοροποίησης πηγών ενέργειας και νέες εφοδιαστικές αλυσίδες για σπάνιες γαίες, εξοπλισμό και πρώτες ύλες. Σημειώνεται ότι Ρωσία και Ουκρανία έχουν αθροιζόμενα μερίδια παγκοσμίως 10-50% σε άνθρακα, χάλυβα, νικέλιο, ενώ οι δύο χώρες κατέχουν το 48% του παγκόσμιου εμπορίου παλλαδίου. Η ΕΕ θα πρέπει να αναζητήσει σε αυτό το σενάριο νέες εφοδιαστικές αλυσίδες.
Το σενάριο της παγωμένης σύγκρουσης στην οικονομία ωθεί σε αναθεώρηση της ευρωπαϊκής εμπορικής πολιτικής, όπως για παράδειγμα με την επίλυση εκκρεμοτήτων του Brexit, και αναζήτηση από τις χώρες ενεργειακής ασφάλειας όπως η Γερμανία, η οποία προχώρησε σε διαπραγμάτευση με το Ομάν για σύναψη 10ετούς συμφωνίας προμήθειας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
Σε κάθε περίπτωση το γενικό επίπεδο τιμών στην ευρωπαϊκή αγορά θα συνεχίσει να είναι υψηλότερο από το παρελθόν, με τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού να παραμονεύει. Όσο ο εφοδιασμός πρώτων υλών, ημιαγωγών και μπαταριών στην ΕΕ θα εξαρτάται από γεωπολιτικές εξελίξεις θα υπάρχει αστάθεια και υψηλότερο κόστος στις εξαγωγικές οικονομίες.
Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών το κόστος της Γερμανίας θα είναι το υψηλότερο και θα επιμερισθεί στις υπόλοιπες χώρες, ενώ η παγωμένη σύγκρουση στην Ουκρανία θα ανακατευθύνει ευρωπαϊκούς πόρους από το Νότο σε Ουκρανία, Πολωνία, Βαλτικές Χώρες και Ρουμανία.
Η Ελλάδα με περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, με προοπτική μείωσης ευρωπαϊκών πόρων και αντιμέτωπη με σύνθετες γεωπολιτικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι ευάλωτη σε περίοδο οικονομικής αστάθειας. Η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις προσαρμογής στο νέο ευρωπαϊκό μοντέλο. Οι προκλήσεις αυτές δεν αντιμετωπίζονται με δελτία (pass) τροφίμων και καυσίμων, απαιτούν παραγωγικές τομές.
(Ο Γιάννης Μπράχος είναι Οικονομολόγος-πρώην Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Υπουργείου Εξωτερικών)