Χαριστική βολή στα αυτοκρατορικά όνειρα Βρετανών και Γάλλων, η κρίση του Σουέζ το 1956 ανέδειξε τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση ως τους βασικούς επιδιαιτητές στην εκρηκτικά ασταθή και πλούσια σε πετρέλαια Μέση Ανατολή. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, τα κρίσιμα νέα για την περιοχή έρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την Ουάσιγκτον (η ρωσική επέμβαση στη Συρία αποτελεί τη μόνη σημαντική εξαίρεση), είτε επρόκειτο για την κήρυξη πολέμων είτε για πρωτοβουλίες ειρήνης. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι δύο πόλεμοι εναντίον του Ιράκ από τους Μπους, υιό και πατέρα, όπως και η επιδρομή του ΝΑΤΟ στη Λιβύη. Οσο για τη δεύτερη, έχουμε και λέμε: συμφιλίωση Αιγύπτου (Ανουάρ Σαντάτ) με το Ισραήλ (Μεναχέμ Μπέγκιν) ύστερα από μυστικές διαπραγματεύσεις στο Καμπ Ντέιβιντ με μεσολαβητή τον Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ, το 1978· υπογραφή των συμφωνιών του Οσλο από τον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ και τον Ισραηλινό Γιτζάκ Ράμπιν στην Ουάσιγκτον, με αμφιτρύωνα τον Μπιλ Κλίντον, το 1993· συνθήκη ειρήνευσης Ιορδανίας - Ισραήλ, πάλι υπό την εποπτεία του Κλίντον, στην Ουάσιγκτον, έναν χρόνο αργότερα· Οδικός Χάρτης για το Παλαιστινιακό με μεσολάβηση του υιού Μπους, το 2003· ακόμη και ο Ντόναλντ Τραμπ είχε τη δική του συγκομιδή με τις Συμφωνίες του Αβραάμ, που υπέγραψαν το 2020 στον Λευκό Οίκο οι ηγέτες των Εμιράτων, του Μαρόκου και του Ισραήλ.
Αυτή τη φορά, όμως, τα σπουδαία νέα που ακούσαμε στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας ήρθαν, όχι από την Ουάσιγκτον, αλλά από το Πεκίνο: ύστερα από μυστικές διαπραγματεύσεις στην κινεζική πρωτεύουσα υπό τον κορυφαίο διπλωμάτη της φιλοξενούσας χώρας, Ουάνγκ Γι, ο γραμματέας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του Ιράν, Αλί Σαμχανί και ο Σαουδάραβας σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Μοχάμεντ αλ Αμπιέν, υπέγραψαν συμφωνία αποκατάστασης ομαλών διπλωματικών σχέσεων. Πρόκειται για μείζονα γεωπολιτική ανατροπή, αφού η αντιπαλότητα ανάμεσα στο σιιτικό Ιράν και τη σουνιτική Σαουδική Αραβία έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο σε όλες τις συγκρούσεις των τελευταίων χρόνων στη Μέση Ανατολή, από τον Λίβανο και τη Συρία μέχρι το Ιράκ, το Μπαχρέιν και την Υεμένη.
Ασφαλώς, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο βασικών ανταγωνιστών στον Κόλπο έχει βαθιές ρίζες και δεν πρόκειται να σβήσει από τη μια μέρα στην άλλη. Ωστόσο, ο αντίκτυπος της δρομολογημένης ύφεσης είναι βέβαιο ότι θα είναι μεγάλος στην ευρύτερη περιοχή. Πρώτα απ’ όλα στην Υεμένη, όπου από τα τέλη του 2014 μαίνεται, μακριά από τους φακούς των δυτικών μέσων, ένας φριχτός εμφύλιος (ουσιαστικά πόλεμος Σαουδικής Αραβίας - Ιράν μέσω αντιπροσώπων), που έχει στοιχίσει τη ζωή περίπου 380.000 ανθρώπων. Καθώς οι Σαουδάραβες πληρώνουν τεράστιο τίμημα χωρίς να καταφέρνουν να υπερισχύσουν, αντίθετα υφίστανται αλλεπάλληλα σοκ από τις επιθέσεις φιλοϊρανών ανταρτών Χούθι στις πετρελαϊκές τους εγκαταστάσεις, έχουν κάθε λόγο να θέλουν να κλείσουν αυτή την πληγή. Το ίδιο ισχύει για τους ηγέτες του Ιράν, που έχουν να αντιμετωπίσουν την κατάρρευση του νομίσματος σε συνθήκες γενικευμένης κοινωνικής αναταραχής και ευελπιστούν ότι το Ριάντ θα πάψει να συνδαυλίζει αντικαθεστωτικές εξεγέρσεις στις περιοχές της σουνιτικής μειονότητας.
Μεγάλος ωφελημένος από τη συμφωνία του Πεκίνου θα είναι ο Σύρος πρόεδρος Μπασάρ Ασαντ, ο οποίος γρήγορα θα επανέλθει στους κόλπους του Αραβικού Συνδέσμου, απ’ όπου τον είχε εξοστρακίσει το σουνιτικό μπλοκ Σαουδικής Αραβίας - Αιγύπτου Εμιράτων. Αντίθετα, η συμφωνία αποτέλεσε ψυχρολουσία για τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου, που υπολόγιζε ότι οι Σαούντ όχι μόνο θα αναγνώριζαν σύντομα τη χώρα του, αλλά και θα έπαιρναν τη θέση τους στο αντι-ιρανικό μέτωπο που προσπαθούν να χτίσουν οι Αμερικανοί.
Το βασικό, όπως τόνιζε σε κύριο άρθρο της η γαλλική Le Monde, είναι ότι «η εξομάλυνση μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας αναγγέλλει την έλευση ενός πολυπολικού κόσμου», με την Κίνα να μην αρκείται στην οικονομική διπλωματία, αλλά να διεκδικεί ανοιχτά ρόλο μεγάλης παγκόσμιας δύναμης. Στον προηγούμενο ιστορικό κύκλο του, ο ασιατικός γίγαντας ακολουθούσε στην εξωτερική πολιτική του το δόγμα taoguang yanghui, κληρονομιά του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, που συμπυκνώνεται σε αποφθέγματα του τύπου «να έχεις κρύο κεφάλι, να κρατάς χαμηλό προφίλ, να μην παίρνεις την πρωτοβουλία, αλλά να κρατάς σταθερά τη θέση σου». Με την εδραίωση του Σι Τζινπίνγκ ως του ισχυρότερου ηγέτη της Κίνας μετά τον Μάο, το σύνθημα-κλειδί είναι πλέον το Xin Xing (νέο μοντέλο), που πρακτικά σημαίνει ότι τα παλιά ρούχα της Κίνας τής πέφτουν πλέον πολύ στενά και ότι χρειάζεται μια πιο φιλόδοξη και πιο ενεργητική εξωτερική πολιτική, στο ίδιο ύψος με την οικονομική ισχύ της.
Υπό αυτό το πρίσμα, η επιτυχής μεσολάβηση μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας (που συνέπεσε με την επανεκλογή του Σι για τρίτη κατά σειρά θητεία από το ετήσιο συνέδριο του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου) ήταν μόνο η αρχή, το πρώτο βήμα που έδωσε ουσία στην κινεζική πρωτοβουλία για την παγκόσμια ασφάλεια, η οποία ανακοινώθηκε τον περασμένο μήνα. Το επόμενο, πιο δύσκολο, βήμα θα είναι η κινεζική μεσολάβηση για την ειρήνευση στην Ουκρανία, που αρχίζει αύριο με την επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ στη Μόσχα και τη συνάντησή του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν (θα ακολουθήσει τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι). Στο μεταξύ, σε τροχιά διεύρυνσης και ενίσχυσης βρίσκονται οι δύο πολυμερείς οργανισμοί όπου πρωταγωνιστεί η Κίνα: το στρατιωτικό Σύμφωνο της Σαγκάης, στο οποίο συμμετέχουν Ρωσία, Ινδία, Πακιστάν και πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, ενώ προτίθενται να γίνουν μέλη Ιράν και Σαουδική Αραβία, και οι περίφημες BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), την πόρτα των οποίων ήδη χτυπούν Αργεντινή, Ιράν και Σαουδική Αραβία.
Το σύμφωνο AUKUS
Τα πιο μεγάλα καράβια συναντούν τις πιο μεγάλες φουρτούνες και η Κίνα δεν θα αποφύγει αυτή τη μοίρα. Την περασμένη Δευτέρα στη ναυτική βάση του Σαν Ντιέγκο, στην Καλιφόρνια, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ και ο Αυστραλός ομόλογός του Aντονι Αλμπανέζι έδωσαν σάρκα και οστά στο αντικινεζικό σύμφωνο AUKUS, που είχαν ανακοινώσει τον Σεπτέμβριο του 2021. Οι τρεις Αγγλοσάξονες ηγέτες συμφώνησαν να εξοπλιστεί, σε πρώτη φάση, η Αυστραλία με αμερικανικά πυρηνοκίνητα υποβρύχια και σε δεύτερη φάση να δρομολογήσουν την κατασκευή νέας γενιάς πυρηνοκίνητων υποβρυχίων, ώστε να διατηρήσουν την υπεροπλία στη ζώνη του Ινδοειρηνικού, όπου φαίνεται ότι μετατοπίζεται το βασικό πεδίο της παγκόσμιας γεωπολιτικής στον 21ο αιώνα. Κοντά στο Σαν Ντιέγκο, σε νησίδες της νότιας Καλιφόρνιας, έγιναν πρόσφατα μεγάλα αποβατικά γυμνάσια του αμερικανικού ναυτικού, με σενάριο που παρέπεμπε σε σύγκρουση ΗΠΑ - Κίνας για την Ταϊβάν.
Η στερεότυπη δικαιολογία της Ουάσιγκτον για όλα αυτά επικαλείται την ενίσχυση του μιλιταρισμού και της αναθεωρητικής συμπεριφοράς από μέρους της Κίνας. Ασφαλώς οι Κινέζοι ηγέτες δεν είναι άγιοι, αλλά τα νούμερα και τα γεγονότα είναι πεισματάρικα: η Κίνα έχει τρία αεροπλανοφόρα, ενώ οι ΗΠΑ 11, δαπανά το ένα τρίτο των στρατιωτικών δαπανών και διαθέτει το ένα τέταρτο των αεροπλάνων του μεγάλου ανταγωνιστή της και έχει μόνο μία στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί έναντι των 750 αμερικανικών βάσεων σε 85 χώρες του κόσμου. Ούτε καν στον άμεσο περίγυρό της δεν αισθάνεται ασφαλής, καθώς, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που προστατεύονται από δύο ωκεανούς και τα ασφαλή σύνορα με Καναδά και Μεξικό, η Κίνα έχει δίπλα της την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την εξοπλισμένη από τις ΗΠΑ Ταϊβάν. Η απλή αλήθεια είναι ότι καμία ηγεμονική δύναμη στην Ιστορία δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια να παρακολουθεί την ανάδυση ενός επικίνδυνου ανταγωνιστή και η Αμερική, με οποιονδήποτε ηγέτη στον Λευκό Οίκο, δεν θα αποτελέσει εξαίρεση.
(Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου είναι δημοδιογράφος και συγγραφέας- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)