Η τετραετής θητεία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη -και η εμμονή του σε μια τακτική προσωπικής διπλωματίας αδιανόητη στο σύγχρονο δυτικό κόσμο- ολοκληρώνονται με τη δημόσια αποτυχία διατήρησης καλών σχέσεων με την Αλβανία και την αδυναμία εξασφάλισης στοιχειωδών ανταλλαγμάτων για την υποστήριξη που πρόσφερε στον ομόλογό του, Έντι Ράμα, στην πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο κ. Μητσοτάκης -ίσως υπερεκτιμώντας και το στοιχείο ότι ο ίδιος και ο κ. Ράμα έχουν κοινή φιλία με κορυφαίο Έλληνα επιχειρηματία- επέμεινε στους προσωπικούς χειρισμούς, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των αρμόδιων στελεχών της Διπλωματικής Υπηρεσίας. Ασφαλώς, δεν πρόκειται για έκπληξη! Τα ίδια συνέβησαν στην περίπτωση της Τουρκίας που ο Πρωθυπουργός προσδοκούσε θερμότατες σχέσεις μετά το περσινό γεύμα του με τον κ. Ρ. Τ. Ερντογάν. Παρομοίως, με τη Βόρεια Μακεδονία, αναμένοντας σεβασμό στη Συμφωνία των Πρεσπών. Ή ακόμα και με τις ΗΠΑ, καθώς ο κ. Μητσοτάκης ήλπιζε, αβάσιμα, στην ένταξη της (πολύτιμης έναντι της Τουρκίας) Σκύρου στην αναθεωρημένη συμφωνία MDCA για τις αμερικανικές βάσεις, χωρίς η Ουάσιγκτον να έχει κάνει ούτε καν σχετική νύξη.
Τις τελευταίες εβδομάδες, ενόψει των εκλογών που «παραδοσιακά» λύνουν τις γλώσσες των διπλωματών, πυκνώνουν οι πληροφορίες για την κορύφωση των λαθών και ακραίων προσωπικών πρωτοβουλιών του κ. Μητσοτάκη. Μεταξύ άλλων, ο Πρωθυπουργός φέρεται να πρόσφερε σε ξένο επισκέπτη του την παροχή τεχνογνωσίας για το «επιτελικό κράτος» περίπου 15 ημέρες μετά το δυστύχημα στα Τέμπη. Λέγεται, επίσης, ότι πρότεινε σε αξιωματούχο μίας οικονομικής υπερδύναμης της Μέσης Ανατολής διμερή συνεργασία στην τεράστια αγορά μιας άλλης υπερδύναμης, λαμβάνοντας φυσικά (και δυστυχώς) υποτιμητική απάντηση.
Επομένως, ο κ. Μητσοτάκης έχει παγιωμένη πρακτική αγνόησης των πραγματικών συσχετισμών και αδιαφορίας για τις εισηγήσεις του υπουργείου Εξωτερικών. Στην περίπτωση της Αλβανίας, οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες είχαν, εγκαίρως, επισημάνει δύο στοιχεία:
- Πρώτον, ότι κλειδί, για την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων υπέρ της Ελλάδας, ήταν η διεξαγωγή της πρώτης Διακυβερνητικής Διάσκεψης Ε.Ε.-Αλβανίας στις 19 Ιουλίου 2022. Ο Πρωθυπουργός όχι μόνον δεν αξίωσε τίποτα απολύτως από τον Αλβανό ομόλογό του (συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες, νομοθεσία για τα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας κ.α.), αλλά έψεγε το Γάλλο πρόεδρο Εμ. Μακρόν και την πρόεδρο της Κομισιόν Ουρ. φον ντερ Λάιεν για τις επιφυλάξεις τους.
- Δεύτερον, ότι, παρά τις υποσχέσεις και καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του κ. Ράμα προς τον κ. Μητσοτάκη σε όλες τις συναντήσεις τους (Οκτώβριος 2019, Σεπτέμβριος 2020, Ιανουάριος 2021, Ιούνιος 2021, Οκτώβριος 2022, Δεκέμβριος 2022, Μάρτιος 2023), τα Τίρανα δεν έπρατταν τίποτα για τη σύνταξη συνυποσχετικού παραπομπής της διαφωνίας, ως προς την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, στη Χάγη. Αντίθετα, το Μαξίμου, σε ενημερωτικό σημείωμα του Ιουνίου 2021 (ακόμα αναρτημένο στην ιστοσελίδα primeminister.gr), ανήγγειλε πομπωδώς ότι «οι δύο Πρωθυπουργοί συμφώνησαν ότι οι δύο χώρες είναι έτοιμες να επιταχύνουν τις διαπραγματεύσεις για τη συνομολόγηση συνυποσχετικού». Και σε αυτήν την περίπτωση, ιδανική συγκυρία ήταν το δεύτερο εξάμηνο του 2022 μετά την εκλογή του νέου προέδρου της Αλβανίας (που εμπλέκεται, συνταγματικά, στη διαδικασία) και ενόψει της Διακυβερνητικής, αλλά και της συνόδου Ε.Ε.-Δυτικών Βαλκανίων το Δεκέμβριο. Δεν επετεύχθη τίποτα και ενδεικτικό της αλβανικής αδιαλλαξίας είναι το γεγονός ότι ο κ. Ράμα αγνόησε και κάποιες διακριτικές παροτρύνσεις του Στέητ Ντηπάρτμεντ, που ζητήθηκαν από την Αθήνα, προς διευκόλυνση των εξελίξεων.
Κατόπιν αυτών, ήταν αναμενόμενη η -ειρωνική- δήλωση του κ. Ράμα, μετά τη σύλληψη του δημάρχου Φρ. Μπελέρη, ότι «θέλω να σεβαστώ το γεγονός ότι διεξάγονται εκλογές στην Ελλάδα και να κατανοήσω την εμπρηστική ρητορική», αν και, επί της ουσίας, ο κ. Μητσοτάκης δεν έκανε οξείς δηλώσεις. Το δε συνυποσχετικό παραπέμπεται, για πολλοστή φορά, στις καλένδες.
(Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Δημοκρατία")