Στη Γερμανία, ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, την ίδια ώρα του το ακροδεξιό AfD στην κυριολεξία προελαύνει με τις δημοσκοπήσεις να το δείχνουν στο 22% και σε απόσταση αναπνοής από τους Χριστιανοδημοκράτες και μακράν μπροστά από τους Σοσιαλδημοκράτες.
Μάλιστα το νεοναζιστικό γερμανικό κόμμα στην πρώην Ανατολική Γερμανία, που είναι και το προπύργιο του εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις πρώτο κόμμα με ποσοστά που ξεπερνούν το 30%.
Στη Γαλλία, επίσης ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν έχει μεγάλο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις έναντι του Μακρόν, καθώς λαμβάνει ποσοστά άνω του 30%, έναντι μόλις 18% του κόμματος του Γάλλου Προέδρου, ο οποίος συν τοις άλλοις χάνει διαρκώς μεγάλα ποσοστά από τη δημοτικότητα του.
Στην Ιταλία δε, η Τζόρτζια Μελόνι φαίνεται πανίσχυρη ιδιαίτερα αφότου αποφάσισε να φορέσει «πρόβια προβάτου» για να κρύψει την πραγματική της ταυτότητα. Η Μελόνι ήταν και παραμένει νοσταλγός του Μουσολίνι, αλλά φορώντας ευρωπαϊκή προσωπίδα έχει πλέον γίνει «κολλητή» των συντηρητικών κομμάτων της Ε.Ε. και φίλη και υποστηρίκτρια της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Η απειλή πολύ σύντομα η Ευρωπαϊκή Ένωση να κυβερνάται από ακροδεξιού ή έστω από συντηρητικούς που για να κυβερνήσουν θα έχουν δώσει γη και ύδωρ στους ακροδεξιούς είναι πλέον περισσότερο από ορατή.
Γιατί αν επικρατήσουν αυτές οι ακροδεξιές δυνάμεις στις ισχυρές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πρόβλημα θα διογκωθεί. Άλλωστε ήδη η ακροδεξιά έχει βάλει πόδι στις κυβερνήσεις σε αρκετές χώρες της ΕΕ.
Στη Φινλανδία, το ακροδεξιό «Finns», δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη μετά τις εκλογές του περασμένου Απριλίου, προσχώρησε στην κυβέρνηση συνασπισμού. Στη Σουηδία, το ακροδεξιό κόμμα «Σουηδοί Δημοκράτες» είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα του κοινοβουλίου. Στην Ισπανία το ακροδεξιό κόμμα VOX δυναμώνει συνεχώς. Στην Ουγγαρία κυβερνά ο γνωστός και μη εξαιρετέος Όρμπαν.
Και δυστυχώς η επικράτηση των ακροδεξιών δεν σχετίζεται μόνο με τη Δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τις ατομικές ελευθερίες, τη λειτουργία των θεσμών, αλλά και με την οικονομία.
Μια ανάλυση της σχέσης της δεξιάς -πόσο μάλλον της ακροδεξιάς- με την συνέχιση της ανεξέλεγκτης δράσης των ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων και του αρνητικού αντίκτυπου στους φτωχούς και μη προνομιούχους πολίτες, έκανε στην DW, ο Στέφαν Μπαχ, ερευνητής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, με αφορμή ένα «περίεργο» γεγονός που συνέβη την περασμένη εβδομάδα στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός.
Εκεί λοιπόν παραδόθηκε μια επιστολή από ακτιβιστές στην οποία τονιζόταν πως «Μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ακόμη δεν καταφέρατε να δώσετε απάντηση σε ένα απλό ερώτημα, που θέτουμε εδώ και χρόνια: Γιατί δεν φορολογείτε τον ακραίο πλούτο;». Και το φιλολογικό αυτό ερώτημα , προφανώς διατυπώθηκε ως πρόταση-απάντηση στην μείωσης της φτώχειας με τη διανομή του υπερπλούτου των ολίγων στο σύνολο της κοινωνίας.
Η επιστολή απευθυνόταν στους «πλούσιους και ισχυρούς» που συσκέπτονταν στο Νταβός. Αλλά το παράδοξο είναι ότι ανάμεσα σε αυτούς που την υπέγραφαν, υπήρχαν πάμπλουτοι και 260 εκατομμυριούχοι ή και δισεκατομμυριούχοι, όπως Βάλερι Ροκφέλερ, Αμπιγκέιλ Ντίσνεϋ, Μαρλένε Ένγκελχορν.
Ο Στέφαν Μπαχ, λοιπόν, στην ανάλυση του τονίζει ότι η διαμαρτυρία αυτή είναι καταδικασμένη να αποτύχει για πρόκειται μάλλον για μεμονωμένες φωνές», ενώ από την άλλη πλευρά «τόσο οι επιχειρηματικοί κολοσσοί, όσο και οι πάμπλουτοι ιδιώτες παίζουν στα δάχτυλα το διεθνές φορολογικό δίκαιο, μπορούν για παράδειγμα πολύ εύκολα να μεταφέρουν την έδρα τους σε μία άλλη χώρα με πολύ χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές».
Και την απαισιοδοξία του αυτή για αποτυχία κάθε προσπάθειας δίκαιης διανομής του πλούτου στην κοινωνία, μέσω της φορολογίας των υπερκερδών, ο Γερμανός οικονομικός αναλυτής, στο επιμύθιο των δηλώσεων του την απέδωσε στη γενικότερη πολιτική στροφή προς τα δεξιά, που παρατηρείται διεθνώς.