Στην σημερινή 21η Σύνοδο Κορυφής ΕΕ-Κίνας που πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες κύριο ζητούμενο θα είναι η διαμόρφωση μιας ισορροπημένης σχέσης μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κίνας η οποία θα εξασφαλίζει δίκαιο ανταγωνισμό και ισότιμη πρόσβαση στην αγορά μεταξύ των επιχειρήσεων των δυο πλευρών.
Η Σύνοδος συνδιοργανώνεται από τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean-Claude Juncker, την Ύπατη Εκπρόσωπο Federica Mogherini και τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk και σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Κομισιόν οι ηγέτες των δύο πλευρών θα επιδιώξουν την ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας και θα συζητήσουν τις εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης της δίκαιης και αμερόληπτης μεταχείρισης των επιχειρήσεων τους.
Στην ατζέντα των επαφών βρίσκονται επίσης οι πολιτικές και στρατηγικές για την ενέργεια και το κλίμα της ΕΕ και της Κίνας, ο μετασχηματισμό των ενεργειακών τομέων, η ανανεώσιμη ενέργεια και οι αμοιβαίες εμπορικές ευκαιρίες στον ενεργειακό τομέα για συνεργασία σε παγκόσμια ενεργειακά φόρα και πρωτοβουλίες.
Είναι σαφές ότι πίσω από την επίσημη διπλωματική γλώσσα κρύβεται η δύσκολη οικονομική σχέση Ευρωπαϊκής Ένωσης - Κίνας κυρίως στους τομείς της ενέργειας και της κλιματικής αλλαγής και βεβαίως οι επιπτώσεις που υφίστανται οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες, κυρίως αυτές του χάλυβα και του αλουμινίου λόγω της έμμεσης επιδότησης που παρέχει η Κίνα στις επιχειρήσεις της στηρίζοντας την παραγωγή ηλεκτρισμού από άνθρακα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κίνα έχει καταφέρει να εκτιναχθεί στο 60% της παγκόσμιας παραγωγής αλουμινίου (ένας κλάδος εξαιρετικά ενεργοβόρος) από περίπου 10% το 2000 και μάλιστα με επιδοτήσεις και ηλεκτροδότηση σχεδόν εξ ολοκλήρου από ανθρακικές μονάδες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής, ο Επίτροπος Ενέργειας Miguel Arias Cañete και ο Κινέζος Διοικητής της Εθνικής Διοίκησης Ενέργειας Zhang Jianhua, θα συμμετάσχουν στον 8ο ετήσιο διάλογο ΕΕ-Κίνας για την ενέργεια όπου αναμένεται να υπογραφεί κοινή δήλωση για την εφαρμογή της ενεργειακής συνεργασίας ΕΕ-Κίνας.
Πάντως παρά την υπογραφή κοινών δηλώσεων και συμφωνιών η επιφυλακτικότητα της Κομισιόν έναντι των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη και ειδικά στον τομέα της ενέργειας είναι δεδομένη. Επιφυλακτικότητα που η Ελλάδα γνωρίζει καλά, αφού για παράδειγμα η συμμετοχή της κινεζικής State Grid στον ΑΔΜΗΕ χρειάστηκε ειδική έγκριση, ενώ οι προσπάθειες της ΔΕΗ για συνεργασία με κινεζικές εταιρίες αντιμετωπίστηκαν πάντοτε με καχυποψία από την Κομισιόν.
Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αρνητικής στάσης της Ευρώπης έναντι της κινεζικής παρουσίας είναι δήλωση αξιωματούχου της Κομισιόν στοEURACTIV, επί της απόφασης του κοινοβουλίου της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης να εγκρίνει δάνειο της εταιρίας ηλεκτρισμού της χώρας, Elektroprivreda BiH dd,από την Export-Import Bank of China. Πρόκειται για δάνειο ύψους 614 εκατ. ευρώ για την αντικατάσταση τριών παλαιών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από μια νέα μονάδα ισχύος 450 MW με καύση άνθρακα στην Tuzla.
«Κάθε χώρα είναι ελεύθερη να καθορίσει τους επενδυτικούς της στόχους. Ταυτόχρονα, η ΕΕ ανησυχεί για τις κοινωνικοοικονομικές και οικονομικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν ορισμένες επενδύσεις της Κίνας. Υπάρχει ο κίνδυνος μακροοικονομικών ανισορροπιών και εξάρτησης από χρέη», δήλωσε εκπρόσωπος της ΕΕ στο EURACTIV.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι χώρες που είναι υποψήφιες για να γίνουν μέλη της ΕΕ (Αλβανία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία και Σερβία) καθώς και δυνητικά υποψήφιες (Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κοσσυφοπέδιο) έχουν συνάψει Συμφωνίες Σύνδεσης, ενώ παράλληλα είναι μέλη της Ενεργειακής Κοινότητας.
Όπως λοιπόν υπογράμμισε στο EURACTIV ο αξιωματούχος της ΕΕ οι χώρες αυτές πρέπει να τηρούν τις σχετικές διατάξεις των Συμφωνιών Σύνδεσης και της Συνθήκης για την Ενεργειακή Κοινότητα σε ότι αφορά τις κρατικές ενισχύσεις. «Από την άποψη αυτή, οποιαδήποτε κρατική ενίσχυση που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένα προϊόντα, στο μέτρο που ενδέχεται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ της Κοινότητας και εν προκειμένω της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, δεν συμβιβάζεται με την ορθή λειτουργία της Συμφωνίας Σύνδεσης και της Συνθήκης για την Ενεργειακή Κοινότητα, αντιστοίχως».