Τη συμβολή της χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών ταμείων για να σχηματιστεί ένα «στιβαρό υπόβαθρο» και να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, αλλά και τη μέγιστη σημασία δημιουργίας συνεκτικού πλαισίου στρατηγικής ανάπτυξης, υπογράμμισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία που απηύθυνε στο «Εθνικό Αναπτυξιακό Συνέδριο για το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027», στο Μέγαρο Μουσικής. Τόνισε, επίσης, ότι το νέο ΕΣΠΑ «μετατρέπεται και σε ένα μεγάλο στοίχημα, γιατί είναι το πρώτο βήμα για τον οριστικό μετασχηματισμό της οικονομίας και τη γόνιμη μετάβαση σε μία βιώσιμη, κυκλική και πράσινη ανάπτυξη».
Επεσήμανε ότι «η χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες έχει ωφεληθεί σημαντικά από τους συγχρηματοδοτούμενους πόρους. Με ευρωπαϊκές πιστώσεις αναβαθμίσαμε επί χρόνια τις υποδομές μας, κάναμε σημαντικά βήματα στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, ενισχύσαμε σημαντικά ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια, δυναμώσαμε όμως ταυτόχρονα και την κοινωνική συνοχή».
Ωστόσο, σημείωσε πως αν και ο απολογισμός είναι θετικός «δεν έλειψαν οι στιγμές που οι ευρωπαϊκοί πόροι αντιμετωπίστηκαν επιπόλαια και κοντόφθαλμα ως ευκαιριακές επιδοτήσεις και όχι ως μακρόπνοα χρηματοδοτικά εργαλεία. Έτσι εξηγούνται είτε η μικρή απορρόφηση κονδυλίων, είτε συχνά η ένταξή τους σε προγράμματα με χαμηλό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Και το κυριότερο, σχεδόν ποτέ οι πόροι αυτοί δεν έγιναν μέρος ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης. Λειτουργώντας αποσπασματικά διατέθηκαν σε μεμονωμένες δράσεις και δυστυχώς συχνά χωρίς σύνδεση με τις συνολικές ανάγκες της οικονομίας».
Σε αντιστάθμισμα, τόνισε ο κ. Μητσοτάκης, «η λογική αυτή αλλάζει. Όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς κάτω από το συντονισμό του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, όλοι οι φορείς στην κυβέρνηση, στη δημόσια διοίκηση, στην αποκεντρωμένη διοίκηση, στις Περιφέρειες βρίσκονται πλέον σε συντονισμό.
Οι κεντρικές προτεραιότητες στην αναπτυξιακή πορεία
«Πρώτον, επενδύσεις στην καινοτομία ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Είμαστε δυστυχώς σήμερα -και πρέπει να το αναγνωρίσουμε- ουραγοί στην ενσωμάτωση της καινοτομίας, στην οικονομία και σε πολλούς από τους δείκτες της ψηφιακής οικονομίας. Είμαστε πολύ πίσω και στο ποσοστό του Α.Ε.Π. που προορίζεται για έρευνα και ανάπτυξη, ενώ υστερούμε και στην προώθηση συστάδων ανάπτυξης σε αυτό που λέγεται στη γλώσσα των οικονομολόγων, Growth Clusters και στη διασύνδεση των πόρων με το ανθρώπινο κεφάλαιο. Η πολιτική καινοτομίας στην ελληνική οικονομία, οφείλει να στηριχθεί σε μία νέα προσέγγιση για την εθνική στρατηγική έρευνας και καινοτομίας. Επενδύουμε σημαντικές προσδοκίες στο νέο ρόλο και στη νέα σύνθεση του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας, Καινοτομίας το οποίο -για πρώτη φορά συγκροτήθηκε- όχι αποκλειστικά από θεωρητικούς ακαδημαϊκούς. Ενσωματώνει στη σύνθεσή του και ανθρώπους με μεγάλη εμπειρία στην αγορά. Η ευρωπαϊκή απαίτηση για έξυπνη εξειδίκευση, smarts specialization, δεν είναι απλά μία αιρεσιμότητα της νέας προγραμματικής περιόδου. Είναι αληθινή ανάγκη, είναι συνειδητή επιλογή αναπτυξιακής πολιτικής. Η νέα προγραμματική περίοδος -νομίζω το γνωρίζουμε όλοι- θα σηματοδοτήσει τη ριζική στροφή από τις δωρεάν ενισχύσεις σε ανακυκλούμενα μέσα χρηματοδότησης των επενδύσεων. Στο βαθμό που εδραιώνεται η ανάγκη σταδιακής εγκατάλειψης των άμεσων ενισχύσεων, θα πρέπει να υπάρξει μία οριοθέτηση μεταξύ κινήτρων γενικού χαρακτήρα και ενισχύσεων μέσω σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων. Η πρωτοτυπία να συνυπάρχει. Ο επενδυτικός νόμος, με κίνητρα που φτάνουν συχνά το 50% της επένδυσης, με χρήσεις εργαλείων επιχειρηματικού κεφαλαίου, το οποίο ανακτάται συχνά από τους επενδυτές μάλλον πρέπει να σταματήσει κάπου εδώ.
Φυσικά η ανάγκη εκλογίκευσης δεν σταματά εδώ. Πρόσφατα νομοθετήθηκε η σύσταση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Σύντομα, κύριε Υπουργέ, αναμένουμε το αναλυτικό master plan της και στο πλαίσιο αυτό θα γίνει μία προσπάθεια συμμαζέματος δράσεων που υλοποιούνται ασυντόνιστα εδώ και εκεί. Στο σημερινό τοπίο κάποιες υπηρεσίες σχεδιάζουν δράσεις κρατικών ενισχύσεων, άλλες την εγγυοδοσία δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, άλλες παρεμβάσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων, άλλες παρεμβαίνουν σε επίπεδο ταμείων υποδομών. Αλλά, ας μην κοροϊδευόμαστε, η ελληνική αγορά είναι πολύ μικρή για μία τέτοιου είδους πολυδιάσπαση. Και η απόφαση της Κυβέρνησης είναι συγκεκριμένη: η Αναπτυξιακή Τράπεζα θα αποτελέσει το κεντρικό, το μοναδικό -θα έλεγα- εργαλείο αναπτυξιακής στρατηγικής.
Χρειαζόμαστε έναν ενιαίο φορέα σχεδιασμού και συντονισμού προγραμμάτων επιχειρηματικότητας κατά τη νέα προγραμματική περίοδο. Πιστεύω ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα η τράπεζα θα είναι σε θέση να οργανώσει την προσφορά σε ελληνικές επιχειρήσεις μίας ευρείας γκάμας προϊόντων για όλες τις φάσεις της λειτουργίας και της ανάπτυξης. Από κεφάλαια σποράς ή capital μέχρι τη στήριξη της καινοτομίας, την ανάπτυξη επιχειρήσεων σε αγορές του εξωτερικού μέσω εργαλείων όπως η εγγυοδοσία, αλλά και διάθεση ευέλικτων χρηματοδοτικών προϊόντων, όπως τα μετατρέψιμα δάνεια.
Δεύτερη προτεραιότητα, η οποία αποτελεί εξάλλου και κεντρικό πυλώνα της αναπτυξιακής μας στρατηγικής, αλλά και της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι οι δράσεις που αφορούν την πράσινη ανάπτυξη, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την εξοικονόμηση και μείωση του κόστους ενέργειας σε όλα τα επίπεδα, την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών, τη διαχείριση υδάτων και συνολικά τις πολιτικές που αφορούν στην κυκλική οικονομία. Διαθέτουμε ήδη ένα σημαντικό κείμενο το οποίο κατευθύνει τις πολιτικές μας. Δεν είναι άλλο από το εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα. Είναι ένα κοστολογημένο πρόγραμμα, είναι φιλόδοξο, αλλά ταυτόχρονα είναι και ρεαλιστικό. Μας βάζει και στην πρώτη γραμμή της διεκδίκησης σημαντικών πόρων από τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά ταμεία. Αναφέρομαι ειδικά στο Ταμείο της Δίκαιης Μετάβασης, καθώς η χώρα μας δρομολογεί, με πολύ μεγάλη ταχύτητα, την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και ειδικά από τον λιγνίτη. Θα επανέλθω σε αυτό το θέμα στη συνέχεια. Ξέρω ότι θα σας απασχολήσει και σε μία σύσκεψη που θα έχετε μετά.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο πρωθυπουργός έκανε ξεχωριστή αναφορά σε ζητήματα περιφερειακών ανισοτήτων και στην ανάγκη ανάδειξης των ζητημάτων «της ενεργειακής μετάβασης σε μια Περιφέρεια της χώρας, στη Δυτική Μακεδονία, και σε έναν Δήμο της χώρας που είναι ο Δήμος της Μεγαλόπολης. Η κυβερνητική επιτροπή για την δίκαιη μετάβαση της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και του Δήμου Μεγαλόπολης στη μεταλιγνιτική εποχή έχει σήμερα την πρώτη της συνεδρίαση. Περιμένω πολλά από αυτή την επιτροπή, αλλά περιμένω πολλά όπως είπα και πριν, και από την έμπρακτη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτές τις πολιτικές. Όταν, κυρία Επίτροπε, η Ελλάδα έρχεται και λέει ότι εμείς θα κλείσουμε όλες τις λιγνιτοπαραγωγικές μας μονάδες μέχρι το 2023 με μια εξαίρεση η οποία θα κλείσει το 2028, αυτό σημαίνει ότι μια ολόκληρη Περιφέρεια της χώρας η οποία ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τη λιγνιτοπαραγωγή και από τις δραστηριότητες στα ορυχεία της περιοχής πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση, να αλλάξει προσανατολισμό.
Πρέπει να σκεφτούμε πολύ έξυπνα ποιες νέες βιομηχανικές δράσεις μπορούμε να εγκαταστήσουμε στη Δυτική Μακεδονία, αλλά πως μπορούμε ταυτόχρονα να μετατρέψουμε και αυτές τις Περιφέρειες σε νέα οχήματα αναπτυξιακά δίνοντας άλλες διεξόδους στους ανθρώπους οι οποίοι σήμερα ατενίζουν αυτή τη μετάβαση με ένα λογικό σκεπτικισμό. Αν η Ευρώπη δεν σταθεί δίπλα μας και δεν σταθεί δίπλα στις χώρες που έρχονται πρώτες και με τόλμη να πουν ναι εμείς θέλουμε να κάνουμε πράξη την απεξάρτηση από τον λιγνίτη και από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα, τότε πολύ φοβάμαι ότι θα χάσουμε την εμπιστοσύνη αυτών των τοπικών κοινωνιών. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα βγαίνει στην πρώτη γραμμή έμπρακτα, με έργα και όχι με λόγια και απαιτούμε και ζητάμε την ανάλογη ευρωπαϊκή στήριξη για να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε αυτή τη μετάβαση.