Ημερίδα με τη συμμετοχή επιχειρήσεων και ακαδημαϊκών φορέων που σχετίζονται με την Βιοοικονομία, συνδιοργανώθηκε χθες από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τη Σύμπραξη Εταιρειών Βιολογικών προϊόντων και Ευρωπαϊκής Επιτροπής (BBI-JU) και το Δίκτυο «Πράξη», με την υποστήριξη της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ).
Αντικείμενο της Ημερίδας, την οποία χαιρέτισε, ήταν η παρουσίαση του προγράμματος χρηματοδότησης επενδύσεων και έργων στον τομέα της Βιοοικονομίας του 2020.
Ο Γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, κ. Κωνσταντίνος Αραβώσης, ανέφερε χαρακτηριστικά:
Η Βιοοικονομία στηρίζεται στη μετατροπή της βιομάζας σε ευρύ φάσμα προϊόντων που περιλαμβάνουν από τρόφιμα και φάρμακα έως βιομηχανικά προϊόντα και ενέργεια. Αναφέρεται στη βιώσιμη και κυκλική διαχείριση φυσικών πόρων και αφορά τομείς όπως η αγροτοβιομηχανία, οι ιχθυοκαλλιέργειες, τα τρόφιμα, η υφαντουργία, τα ειδικά χημικά, τα φάρμακα, τα βιοδιϋλιστήρια, η βιοενέργεια, η διαχείριση αποβλήτων. Το εν λόγω χρηματοδοτικό εργαλείο είναι μεγάλης εθνικής και ευρωπαϊκής σημασίας για την κυκλική οικονομία και τη βιώσιμη ανάπτυξη, δηλαδή την ανάπτυξη που επιτρέπει την ικανοποίηση των σημερινών αναγκών, χωρίς να υποβιβάζονται οι ανάγκες των μελλοντικών γενεών.
Η κα Ελένη Ζήκα, υπεύθυνη του Προγράμματος, αναφέρθηκε στο πλαίσιο προϋπολογισμού του, ύψους 87 εκατ. ευρώ για το 2020 και τους στόχους του, τις επιστημονικές προτεραιότητες και τις προκλήσεις που γεννώνται.
Η μετάβαση στην Βιοοικονομία είναι στρατηγική προτεραιότητα για την ΕΕ και απαντά στη σταδιακή εξάντληση των ορυκτών πόρων, την κλιματική αλλαγή και την ανάγκη δημιουργίας κυκλικών συστημάτων παραγωγής και κατανάλωσης πρώτων υλών, ενέργειας και τροφίμων. Για να ενισχύσει αυτήν τη μετάβαση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμμετέχει στη σύμπραξη 200 περίπου βιοβασισμένων βιομηχανιών στην Ευρώπη και χρηματοδοτεί καινοτόμα έργα για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών επεξεργασίας βιομάζας με σκοπό τη δημιουργία νέων ανταγωνιστικών βιολογικών προϊόντων διαθέτοντας μέχρι τώρα 1 δισεκ. ευρώ επί συνόλου του τρέχοντος Προγράμματος ύψους 3,7 δισεκ. ευρώ. Η συνέργεια με την Πράσινη Συμφωνία και την Κυκλική Οικονομία οδηγεί σε συνέχιση του Προγράμματος μέσω του νέου «Ορίζοντα-Ευρώπη».