Μία από τις βασικές ιδέες στην οικονομία είναι ότι παίρνουμε συνήθως τα καλύτερα αποτελέσματα εάν άνθρωποι ή επιχειρήσεις που λαμβάνουν αποφάσεις πρέπει να συνυπολογίσουν τα οφέλη και τα κόστη. Η κλιματική αλλαγή και η μόλυνση ίσως αντιπροσωπεύουν τα δυο κυρίαρχα παραδείγματα καταστάσεων όπου αυτό ίσως να μην συμβεί. Αυτοί που ρυπαίνουν δεν έχουν κίνητρο να σκεφτούν την επίδραση των ρύπων τους και τη μόλυνση για την κοινωνία ως σύνολο. Είναι αυτό που τα εγχειρίδια της οικονομίας ονομάζουν ως "externality”: οι αρνητικές επιπτώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ή η ρύπανση είναι "εξωτερικές” προς την αγορά, που σημαίνει πως αποτελεί συνήθως μόνο ένα ηθικό -αντί για οικονομικό- κίνητρο για επιχειρήσεις και καταναλωτές ώστε να μειώσουν τις εκπομπές. Δηλαδή, όταν οι ελεύθερες αγορές δεν μεγιστοποιούν την ευημερία της κοινωνίας, λέγεται ότι αποτυγχάνουν και μπορεί να χρειαστεί πολιτική παρέμβαση για να τις διορθώσουν ή πιο συγκεκριμένα, να τις εσωτερικοποιήσουν. Ο πιο κοινός τρόπος για να το κάνουν αυτό κυβερνήσεις και θεσμικά όργανα, είναι να επιβάλλουν έναν φόρο στους παραγωγούς αρνητικής externality. Αυτό θα μπορούσε να γίνει για να ενθαρρυνθεί ένας που ρυπαίνει, να μειώσει την εκπομπή ρύπων του. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αυτή η αρχή είναι εδώ και 100 χρόνια, καθώς ο Arthur Cecil Pigou -οικονομολόγος του Πανεπιστημίου του Cambridge- πρώτα εισήγαγε την ένοια των externalities και την ιδέα διόρθωσης αυτών με φόρο το 2020.
Καθώς η ΕΕ αναπτύσσει την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, είναι σημαντικό να αξιολογηθεί εάν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εσωτερικοποιούν με επιτυχία την κλιματική externality ή όχι. Για να γίνει αυτό, είναι κρίσιμο να αναλυθεί ο τρόπος με τον οποίο επιδοτούνται επί του παρόντος τα ορυκτά καύσιμα. Η κομποστοποίηση των ορυκτών καυσίμων είναι η κύρια αιτία της κλιματικής αλλαγής, και η σταδιακή εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων είναι η πρωταρχική λύση. Ως εκ τούτου, η βασική πολιτική για το κλίμα είναι να διασφαλιστεί ότι τα ορυκτά ,καύσιμα δεν θα λαμβάνουν άμεση ή έμμεση στήριξη από τις κυβερνήσεις.
Οι επιδοτήσεις για ορυκτά καύσιμα μπορούν να μετρηθούν με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος είναι ένα περιορισμένο μέτρο, που ονομάζεται προ φόρων επιδοτήσεις, κάτι το οποίο απλώς αποτυπώνει τις διαφορές μεταξύ του ποσού που οι καταναλωτές πληρώνουν στην πραγματικότητα για τη χρήση των καυσίμων και του αντίστοιχου κόστους προμήθειας των καυσίμων. Ο δεύτερος είναι ένα ευρύτερο μέτρο, που ονομάζεται μετά από φόρους επιδότηση και αντικατοπτρίζει τις διαφορές μεταξύ των πραγματικών τιμών των καταναλωτικών καυσίμων και πόσο θα πληρώνουν οι καταναλωτές εάν οι τιμές αντανακλούν πλήρως το κόστος μαζί με τους φόρους που απαιτούνται για το περιβαλλοντικό κόστος.
Ενώ ο διεθνής διάλογος τείνει να επικεντρωθεί στο πρώτο μέτρο των επιδοτήσεων, φαίνεται πιο λογικό να επικεντρωθούμε στο δεύτερο, ευρύτερο μέτρο, καθώς αυτό είναι ο μόνος τρόπος να αποκαλύψουμε τις ενδεχόμενες "κρυφές επιδοτήσεις” που παρέχονται στα ορυκτά καύσιμα, απλώς με το να μην εσωτερικοποιοείται κατάλληλα (φορολογείται) το περιβαλλοντικό κόστος συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής, της τοπικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των τροχαίων ατυχημάτων.
Η πιο ακριβής εκτίμηση των παγκόσμιων μετά από φορών επιδοτήσεων, παρέχεται από το Δ.Ν.Τ. Σύμφωνα με αυτό, οι μετά από φόρους επιδοτήσεις της ΕΕ διαμορφώνονται στα 261 δισ. ευρώ το 2015 -με τις 4 μεγαλύτερες χώρες που χορηγούν επιδοτήσεις να είναι η Γερμανία (72 δισ. δολάρια), η Γαλλία (35 δισ. δολάρια), η Πολωνία (29 δισ. δολάρια), και η Ισπανία (25 δισ. δολάρια).
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η πρόεδρος von der Leyen πρότεινε ένα σχέδιο Βιώσιμης Επένδυσης για την κινητοποίηση ενός "πράσινου επενδυτικού κύματος” ύψους 1 τρισ. ευρώ σε 10 χρόνια. Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια προοπτική, το συνολικό ποσό των τωρινών μετά από φόρους επιδοτήσεων που προβλέπονται για 10 χρόνια, ανεβαίνουν πολύ υψηλότερα από τα 2 τρισ. ευρώ.
Αυτό συνεπάγεται ότι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, θα είναι ύψιστης σημασίας να προωθηθεί η πλήρης εσωτερικοποίηση των περιβαλλοντικών externalities των ορυκτών καυσίμων. Ως εκ τούτου, το τωρινό σύστημα τιμολόγησης άνθρακα στην Ευρώπη πρέπει να ενισχυθεί σταδιακά.
Σήμερα, μόνο οι μισές ευρωπαϊκές εκπομπές ρύπων τιμολογούνται, και οι τιμές άνθρακα παραμένουν πολύ χαμηλές για να οδηγήσουν σε σημαντικές αλλαγές συμπεριφοράς. επομένως, είναι σαφές ότι οι τιμές άνθρακα θα μπορούσαν να διευρυνθούν και να κινηθούν υψηλότερα. Πρέπει να καθοριστεί μια λογική τιμή άνθρακα σε όλους τους τομείς, με τη μεταρρύθμιση και την ενίσχυση του συστήματος διαπραγμάτευσης των εκπομπών της ΕΕ (ETS) και πιέζοντας τις χώρες της ΕΕ να αυξήσουν την τιμή για τις εκπομπές που δεν καλύπτονται από το ETS, μέσω μιας μεταρρύθμισης της οδηγίας για την ενεργειακή φορολόγηση.
Σε αυτές τις δύο πολιτικές θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας, καθώς είναι οι μόνες που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην εξάλειψη των "κρυφών επιδοτήσεων” τις οποίες παράσχει ακόμη η Ευρώπη κάθε χρόνο, στα ορυκτά καύσιμα. Αυτό είναι το πρώτο πραγματικά βήμα που θα πρέπει να γίνει για να ακολουθήσουμε σοβαρά το μονοπάτι της κλιματικής ουδετερότητας του 2050.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://www.bruegel.org/2020/03/the-european-green-deal-must-cut-hidden-fossil-fuel-subsidies/
capital.gr