Αίτημα στην Κομισιόν για εξαίρεση των διμερών συμβολαίων προμήθειας ηλεκτρισμού από το πλαφόν στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά έχει καταθέσει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Όπως είπε χθες ο υπουργός Κώστας Σκρέκας στο περιθώριο της συνέντευξης τύπου για την παρουσίαση του νέου ΕΣΕΚ, το υπουργείο είναι εν αναμονή της έγκρισης του αιτήματος προκειμένου στη συνέχεια να κατατεθεί στη Βουλή σχετικά νομοθετική ρύθμιση.
Η εξαίρεση του PPAs από το πλαφόν στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην χονδρεμπορική αγορά αποτελεί βασικό αίτημα της ενεργοβόρου βιομηχανίας που θεωρεί τα διμερή συμβόλαια ως μονόδρομο για την επιβίωση της βιομηχανίας εν μέσω ενεργειακής κρίσης αλλά και της ΔΕΗ, η οποία αυτή την περίοδο βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με δύο μεγάλες βιομηχανίες για τη σύναψη μακροπρόθεσμων συμβολαίων δεκαετούς διάρκειας.
Ωστόσο εκφράζονται ανησυχίες για το αν η ρύθμιση που προωθείται από το ΥΠΕΝ καλύπτει τις ανάγκες της βιομηχανίας και εστιάζονται σε δύο σημεία. Στις χρονοβόρες διαδικασίες που μπορεί να απαιτηθούν από το πράσινο φως της Κομισιόν μέχρι να εφαρμοστεί στην πράξη η εξαίρεση και το δεύτερο εστιάζεται στην ουσία της ρύθμισης, καθώς δεν θα πρέπει να αφορά μόνο τα διμερή συμβόλαια φυσικής παράδοσης αλλά και τα χρηματοοικονομικά, τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για την κάλυψη των αναγκών των επιχειρήσεων με φθηνότερο ρεύμα καθ΄ όλη τη διάρκεια του 24ώρου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η βιομηχανία εμμένει στην εξαίρεση από το πλαφόν τόσο των συμβολαίων φυσικής παράδοσης όσο και των χρηματοοικονομικών, ειδικά αυτών που αφορούν ενέργεια προερχόμενη από ΑΠΕ και συγκεκριμένα φωτοβολταϊκά, διότι οι συγκεκριμένοι σταθμοί παράγουν μόνον κατά τις ώρες της ημέρας που υπάρχει ηλιοφάνεια. Έτσι η παραγωγή τους είναι ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της βιομηχανίας σε 24ωρη βάση. Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να εξομαλυνθεί αν η εξαίρεση από το πλαφόν αφορούσε και τα χρηματοοικονομικά PPAs, καθώς θα έδινε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να διαχειριστούν αποδοτικότερα τις συμβάσεις τους. Ένα ακόμη πρόβλημα είναι εξάλλου ότι τα συμβόλαια φυσικής παράδοσης διατηρούν τη διαμεσολάβηση του προμηθευτή ηλεκτρισμού.
Σύμφωνα με τον προέδρο της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), Αντώνη Κοντολέων, αυτό που επιδιώκει η βιομηχανία είναι να είναι ανταγωνιστική.
«Η διαφορά των καταναλωτών με τη βιομηχανία είναι ότι οι πρώτοι θέλουν φθηνό ρεύμα ενώ οι βιομηχανίες ανταγωνιστικό» σημειώνει.
«Αυτό που μας σώζει επί του παρόντος είναι οι επιδοτήσεις» προσθέτει σημειώνοντας ωστόσο ότι η βιομηχανία δεν μπορεί να προγραμματίσει περιμένοντας κάθε μήνα να ανακοινωθεί το ύψος της επιδότησης. Όπως τονίζει θα ήταν δυνατόν, ειδικά για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας, που δεν είναι πολλές, να υπήρχε ένα πρόγραμμα ενίσχυσης, επιπλέον των επιδοτήσεων, της τάξης των 90 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου 45 ευρώ/MWh, ώστε οι επιχειρήσεις να έχουν ανταγωνιστικό κόστος.
Η ελληνική μεταποίηση θέλει να απολαμβάνει τις ίδιες τιμές ρεύματος με τους ανταγωνιστές της, τουλάχιστον εντός Ευρώπης. Διαχρονικά όμως, οι τιμές στην Ελλάδα είναι υψηλότερες από τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές, με την εγχώρια αγορά να παρουσιάζει ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά και πολλές στρεβλώσεις.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές διαφορές της ελληνικής αγοράς σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ότι όλη η ποσότητα του ηλεκτρισμού περνάει υποχρεωτικά μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας. Από τον Ιούλιο μάλιστα που θεσπίστηκε το πλαφόν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν μπορούν να συνάψουν διμερή συμβόλαια.
Η ελληνική βιομηχανία ζητεί σταθερό κόστος για να κάνει επενδύσεις και να προγραμματίσει τις πωλήσεις της τονίζει ο κ. Κοντολέων, προσθέτοντας ότι η Βουλγαρία εγγυάται τιμή 110 ευρώ για το2023 για τη βιομηχανία της.