Πολλές ενεργειακές επιχειρήσεις διατηρούν στα λογιστικά τους βιβλία απαιτήσεις από πελάτες οι οποίες είναι μικρού ύψους, κάτω των 300 ευρώ, και οι οποίες μπορεί για μεγάλο διάστημα να παραμένουν ανείσπρακτες και εντέλει να καθίστανται ανεπίδεκτες είσπραξης.
Στην πράξη έχει αποδειχθεί πως η ανάληψη ενεργειών εκ μέρους των επιχειρήσεων αυτών για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης (π.χ. άσκηση ένδικου βοηθήματος, αίτηση για λήψη ασφαλιστικών ή αναγκαστικών μέτρων, κατάθεση όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών για την έκδοση διαταγής πληρωμής κ.λπ.) είναι δύσκολη λόγω του κόστους που αυτές συνεπάγονται σε σχέση με τα απαιτητά ποσά.
Σε κάποιες περιπτώσεις προμηθευτές ενέργειας πέραν της ζημίας που υφίστανται από τα «φέσια» χάνουν και το φορολογικό όφελος της αναγνώρισης της δαπάνης από τον σχηματισμό πρόβλεψης ή διαγραφής επισφαλούς απαίτησης. Αυτό συμβαίνει διότι η βασική προϋπόθεση που τίθεται στον φορολογικό νόμο για την αναγνώριση των προβλέψεων για απόσβεση ή διαγραφή επισφαλών απαιτήσεων είναι να έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης των εν λόγω απαιτήσεων.
Ωστόσο, με ειδικότερη πρόβλεψη του νομοθέτη που ισχύει εδώ και τρία χρόνιαοι απαιτήσεις, το συνολικό ύψος των οποίων, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, δεν υπερβαίνει το ποσό των 300 ευρώ ανά αντισυμβαλλόμενο (και όχι ανά απαίτηση), μπορούν να διαγραφούν άμεσα στο φορολογικό έτος εντός του οποίου συμπληρώνονται 12 μήνες από τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, χωρίς να έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξής τους.
Οι προϋποθέσεις που τίθενται στην περίπτωση αυτή είναι:
- Nα αφορούν απαιτήσεις που προέρχονται από έσοδα που έχουν εγγραφεί στα βιβλία.
- Να διενεργηθεί η διαγραφή τους στα βιβλία.
- Οι οφειλέτες να έχουν λάβει αποδεδειγμένα γνώση της διαγραφής της οφειλής τους, όπου αυτό είναι δυνατόν.
- Το συνολικό ύψος των απαιτήσεων μικρού ποσού που διαγράφονται δεν υπερβαίνει, ανά φορολογικό έτος, το 5% του συνόλου των απαιτήσεων που υπάρχουν στο τέλος της χρήσης.
Το βάρος της απόδειξης για την ενημέρωση του οφειλέτη περί της διαγραφής, όπου αυτό είναι δυνατόν, το φέρει η επιχείρηση η οποία οφείλει να διατηρεί τα σχετικά στοιχεία σε περίπτωση μελλοντικού φορολογικού ελέγχου.