Στο 85,7% των εμπορικών επιχειρήσεων το κόστος ενέργειας άφησε αρνητικό αποτύπωμα στον κύκλο εργασιών, όπως προκύπτει από την ετήσια έκθεση Ελληνικού Εμπορίου που εκπόνησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ.
Παρά το γεγονός ότι παρατηρείται μια ανάκαμψη του εμπορίου, με αύξηση στον κύκλο εργασιών κάτι που καταδεικνύει ότι ο κλάδος έχει περάσει από την πτώση στη στασιμότητα, εξακολουθούν να παρατηρούνται φαινόμενα, όπως το υψηλό λειτουργικό κόστος, η εκτόξευση των τιμών ενέργειας και η συνακόλουθη αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων από τους προμηθευτές, τα οποία αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για τη βελτίωση των συνθηκών ιδιαίτερα στις ΜμE.
Με βάση τα στοιχεία της έκθεσης, που παρουσιάστηκε χθες το 23% των εμπορικών επιχειρήσεων έχει αύξηση του ενεργειακού κόστους σε ποσοστά που κυμαίνονται από 21-30%.Την ίδια ώρα το 45,4% των εμπορικών επιχειρήσεων θεωρεί πως οι ανατιμήσεις στο κόστος ενέργειας επηρέασαν (από 11% έως 30%) τον κύκλο εργασιών τους.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την έρευνα, οι μισές επιχειρήσεις (48%) έχουν υποστεί σημαντική επίδραση, ενώ το 37,7% εξ’ αυτών έχει πληγεί, σε υψηλό βαθμό, από τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας. Μόνο το 13% των επιχειρήσεων αναφέρει ότι ο κύκλος εργασιών τους έχει επηρεαστεί ελάχιστα από τον πληθωρισμό, ενώ μόλις το 1,3% δηλώνει ότι δεν έχει επηρεαστεί καθόλου. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο αντίκτυπος της ενεργειακής κρίσης στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων δεν φαίνεται να έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές μεταξύ του 2022 και του 2023. Έτσι, παρά την κανονικοποίηση των τιμών ενέργειας, οι επιπτώσεις, σε επίπεδο κύκλου εργασιών των εμπορικών επιχειρήσεων, παραμένουν έντονες και ιδιαίτερα αρνητικές. Σχετικά με τη σοβαρότητα των αρνητικών επιπτώσεων, παρατηρείται ότι το 4,8% των επιχειρήσεων υπολογίζει ότι οι αυξήσεις στο κόστος ενέργειας έχουν επηρεάσει τον κύκλο εργασιών τους μεταξύ 1% και 5%. Επίσης, το 18,3% θεωρεί ότι η επίπτωση κινείται μεταξύ 6% και 10%, ενώ το 22,4% αναφέρει ότι οι αυξήσεις έχουν επηρεάσει τον κύκλο τους από 11% έως 20%. Επιπλέον, περίπου το 23% εκτιμά ότι οι ανατιμήσεις έχουν επιδράσει στον κύκλο εργασιών τους σε ποσοστό μεταξύ 21% και 30%, ενώ το 18,9% αναφέρει επίδραση από 31% έως 50%. Το 4,5% καταγράφει επίπτωση 51% έως 60%. Επιπρόσθετα, το 2,2% αναφέρει αρνητική επίδραση της τάξης του 61% με 70%. Εντυπωσιακό είναι, επίσης, το γεγονός ότι ένα μικρό ποσοστό των επιχειρήσεων (5,9%) υπολογίζει ότι η επίδραση στον κύκλο εργασιών τους κυμαίνεται άνω του 71%.
Βέβαια, στον κλάδο του λιανικού εμπορίου, η κατανομή της ενεργειακής επιβάρυνσης είναι, σε μεγάλο βαθμό, άνιση. Για παράδειγμα, οι κατηγορίες του λιανικού εμπορίου, οι οποίες σχετίζονται με τα τρόφιμα είναι αυτές που δέχονται ένα μεγάλο μέρος της πίεσης των διακυμάνσεων των τιμών ενέργειας. Βέβαια, οι περισσότερες επιχειρήσεις, εκτός του κλάδου των τροφίμων, είναι αναλογικά ενεργοβόρες, λόγω της δυσκολίας της μετάβασης στα πρότυπα των «πράσινων καταστημάτων». Η ενεργειακή κρίση δείχνει ότι οι εμπορικές επιχειρήσεις πρέπει να επιταχύνουν τις διαδικασίες της πράσινης μετάβασης, επενδύοντας στον ενεργειακά αποτελεσματικό εξοπλισμό.
Οι προκλήσεις του 2024
Όπως αναφέρεται στην έκθεση οι προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσει ο κλάδος, εντός του 2024, παραμένουν «ανοικτές». Η ενεργειακή κρίση, η οποία, παρότι ηπιότερη, συνεχίζει να επηρεάζει τη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων, οι γεωπολιτικοί κατακερματισμοί και οι χαμηλές αναπτυξιακές επιδόσεις της Κίνας ενδέχεται να επηρεάσουν τις συνολικές επιδόσεις του κλάδου. Παράλληλα, η κλιμάκωση των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, αναμένεται να συμβάλλουν στη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων. Οι πιέσεις αυτές αποτελούν μια κρίσιμη μεταβλητή για τον κλάδο του λιανικού εμπορίου, έχοντας επιταχύνει μια σειρά μετασχηματισμών τα τελευταία έτη της πληθωριστικής κλιμάκωσης.
Επιπλέον, είναι σημαντικό οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, καθώς και οι ρυθμιστικές αρχές να εποπτεύουν για τυχόν αθέμιτες πρακτικές στην τιμολόγηση του ηλεκτρικού ρεύματος, έτσι ώστε να υπάρχει ένα πιο δίκαιο και αποτελεσματικό οικονομικό περιβάλλον. Αποτελεί, λοιπόν, αδήριτη ανάγκη να υπάρξουν τολμηρές λύσεις και κρατικές παρεμβάσεις, προκειμένου οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις της χώρας -οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας- να καταφέρουν να επιβιώσουν ύστερα από τις αλλεπάλληλες «πολυκρίσεις».