Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών του 2024 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος το 2023) της ΕΛΣΤΑΤ, το 56,1% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι δυσκολεύεται να εξοφλήσει στην ώρα του πάγιους λογαριασμούς — όπως ηλεκτρικό ρεύμα, νερό και φυσικό αέριο — ενώ το 43,6% δηλώνει πως δεν έχει τη δυνατότητα για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα. Το 88,9% των φτωχών δηλώνει ότι το κόστος στέγασης συνολικά αποτελεί επιβάρυνση, σε μία εικόνα όπου η ενέργεια συνδέεται άμεσα με την καθημερινή πίεση επιβίωσης.
Γενικότερα οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 480 ευρώ, δηλώνει το 81,9% του φτωχού πληθυσμού και το 34,6% του μη φτωχού της χώρας. Ενώ, το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών ανέρχεται σε 14%.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα:
Η υλική και κοινωνική στέρηση το 2024 (δείκτης «Ευρώπη 2030») αυξήθηκε κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2023 (13,5%) στο σύνολο του πληθυσμού. Προκύπτει μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών, η οποία ανέρχεται σε 1,7 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 (13,9%) σε σχέση με το 2023 (15,6%). Όσον αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων 65 ετών και άνω, παρατηρείται αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 (12,8%) σε σχέση με το 2023 (12,3%). Στις ηλικίες 18 έως 64 ετών παρατηρείται αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 (14,4%) σε σχέση με το 2023 (13,5%).
Με βάση τα στοιχεία, διαπιστώνεται κυρίως η οικονομική αδυναμία του πληθυσμού να αντικαταστήσουν τα φθαρμένα έπιπλα (56,5%), να πληρώσουν το ενοίκιο ή δόση δανείου ή πάγιους λογαριασμούς (42,8%), να καλύψουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες (43,9%) και να πληρώσουν για μια εβδομάδα διακοπών (46,0%).
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 27% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 24,5% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 36,9% για τον φτωχό πληθυσμό. Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου το 2024 είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 40,9% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 36,4% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 56,7% για τον φτωχό πληθυσμό.
Το 34,4% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού εκτιμάται σε 5,6%.
Το 81,9% του φτωχού πληθυσμού και το 34,6% του μη φτωχού δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 480 ευρώ.
Το 74,8% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει αδυναμία πληρωμής μίας εβδομάδας διακοπών. Το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 39%.
Το 43,6% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 13%.
Το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 28,9%, ενώ το ποσοστό για τον φτωχό και για τον μη φτωχό πληθυσμό είναι 88,9% και 14,2%, αντίστοιχα.
Το 36,3% του πληθυσμού που έχει λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται σε 49,6% για τον φτωχό πληθυσμό και σε 33,1% για τον μη φτωχό πληθυσμό.
Το 56,1% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ., ενώ για τον μη φτωχό πληθυσμό το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 19,2%.
Το 77% του φτωχού πληθυσμού και το 25,4% των μη φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
Ποσοστό 20,2% του πληθυσμού αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω θορύβου από τους γείτονες ή τον δρόμο,
Αναφορικά με την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες- για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω- προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:
Το 26,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 54,1% και 20,6% (Γράφημα 3).
Το 34,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι. Το ποσοστό εκτιμάται στο 62,9% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 28,4% για τον μη φτωχό πληθυσμό.
Το 6,9% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,8% μέτρια, ενώ το 78,3% πολύ καλή ή καλή υγεία. Το 24,5% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.
Το 8,7% του πληθυσμού για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 9,6% τις είχε περιορίσει, αλλά όχι πάρα πολύ.
Το 24,4% του πληθυσμού δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 36% και 21,8%, αντίστοιχα.
Το 32% του πληθυσμού δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 59,4% και 27,3%.