Η ενεργειακή κρίση που απ’ όσο όλα δείχνουν θα παραταθεί τους επόμενους μήνες, καθώς δεν διαφαίνεται πολιτική διέξοδος στον πόλεμο στην Ουκρανία, επανέφερε τη μεγάλη συζήτηση περί της αποτελεσματικότητας της εθνικοποίησης εταιρειών, ως τρόπος ελέγχου των τιμών και περιορισμού των κοινωνικών συνεπειών από τις αναταράξεις στην αγορά της ενέργειας. Ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν με την απόφασή του να εθνικοποιήσει την EDF, τη μεγαλύτερη επιχείρηση ηλεκτρισμού στη Γαλλία και, ταυτόχρονα, τον μεγαλύτερο εξαγωγέα ηλεκτρικού ρεύματος στον κόσμο, επιβεβαίωσε ότι τα ταμπού των εθνικοποιήσεων στην Ευρώπη έχουν σπάσει εδώ και καιρό.
Η εθνικοποίηση της EDF δεν ήταν η πρώτη εθνικοποίηση στην αγορά ενέργειας στην ΕΕ, αλλά σίγουρα ήταν η πιο εντυπωσιακή. Η Ομοσπονδιακή γερμανική Κυβέρνηση Σολτς τον Απρίλιο πήρε την απόφαση να εθνικοποιήσει την Gazprom Germania και να τη θέσει υπό δημόσιο έλεγχο. Η απόφαση αυτή λήφθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου έκτακτης ανάγκης για την απορρόφηση των κραδασμών στην αγορά ενέργειας των τελευταίων μηνών.
Στη συνέχεια το υπουργικό συμβούλιο της Γερμανίας ενέκρινε πρόβλεψη που θα επιτρέπει στην κυβέρνηση να έχει τη δυνατότητα με μεγαλύτερη ευκολία να θέτει υπό δημόσιο έλεγχο ενεργειακές εταιρείες, όταν θα παρίσταται ανάγκη. Η απόφαση αυτή του γερμανικού υπουργικού συμβουλίου κατέδειξε πως η περίπτωση της Gazprom Germania δεν ήταν εξαίρεση, αλλά αντίθετα, άνοιξε τον δρόμο σε επιλογές που πριν από λίγο καιρό θα φάνταζαν εξωπραγματικές. «Οι τιμές είναι στα ύψη, η αβεβαιότητα είναι στα ύψη και οι κίνδυνοι είναι μπροστά μας», είχε δηλώσει τότε ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, για να συμπληρώσει: «ως εκ τούτου, πρέπει να είμαστε έτοιμοι για την επιδείνωση της κατάστασης».
Ακόμα πριν από λίγες ημέρες το Reuters αποκάλυψε πως η γερμανική κυβέρνηση εξετάζει να λάβει μέτρα διάσωσης της εταιρείας Uniper, τα οποία αν εφαρμοστούν είναι πιθανόν το γερμανικό δημόσιο να αποκτήσει μερίδιο μετοχών της εταιρείας. Όπως σημείωσε αξιωματούχος τον οποίο το διεθνές πρακτορείο δεν κατονομάζει, το παράδειγμα διάσωσης που θα ακολουθηθεί ως έσχατη λύση σε εταιρείες ενέργειας θα είναι αυτό που εφαρμόστηκε με τη Lufthansa κατά την έξαρση της πανδημίας του κορονοϊού.
Όμως η πολιτική αυτή δεν έχει εφαρμοστεί μόνο στη Γερμανία. Τον περασμένο Απρίλιο η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε και αυτή την εθνικοποίηση τον Διαχειριστή του Συστήματος Ηλεκτρικής Ενέργειας (ESO) της ιδιωτικής εταιρείας National Grid. Η ESO είχε τη διαχείριση της προσφοράς και της ζήτησης στο δίκτυο και στόχος της εθνικοποίησης ήταν η αποτροπή στη διακοπή εφοδιασμού.
Στη Βρετανία το σενάριο της εθνικοποίησης ήταν πάνω στο τραπέζι πριν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η βρετανική κυβέρνηση είχε αρχίσει να εξετάζει αυτά τα ενδεχόμενα από τον φθινόπωρο που είχαν πάρει την ανιούσα οι τιμές του πετρελαίου. Ο υπουργός Επενδύσεων Kwasi Kwarteng από την πρώτη στιγμή είχε ξεκινήσει διαβουλεύσεις με τη βρετανική ρυθμιστική αρχή Ofgem και είχε διορίσει “ειδικό διαχειριστή” όπου θα εξέταζε την κατάσταση των εταιρειών ενέργειας από την πλευρά της κυβέρνησης και είχε αποφασιστεί από νωρίς, όπου θα κρινόταν απαραίτητο, να προχωρούσαν σε εθνικοποίηση – έστω σε προσωρινή βάση.
Ακόμα υπάρχουν και άλλες χώρες που εξετάζουν τέτοιες πρακτικές, προκειμένου να περιορίσουν τις εντάσεις. Πριν από περίπου ένα μήνα ο Ιταλός υπουργός Περιβάλλοντος Roberto Cingolani είχε δηλώσει πως η ιταλική κυβέρνηση δεν θα απέκλειε εθνικοποίηση του διυλιστηρίου ISAB της ρωσικής Lukoil με έδρα τη Σικελία.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων που είχε επικρατήσει επί μία εικοσαετία στις χώρες της ΕΕ, είχε περιοριστεί δραστικά από την οικονομική κρίση του 2008 έως και την κορύφωση της πανδημίας. Είναι χαρακτηριστική η αντίληψη του Γάλλου υπουργού Οικονομικών Μπρούνο Λε Μαιρ, ο οποίος ήδη από τον Μάρτιο του 2020 είχε δηλώσει μέσα σε συνθήκες πανδημίας: «Δεν θα διστάσω να χρησιμοποιήσω όλα τα διαθέσιμα μέσα για να προστατεύσω τις πιο εξέχουσες γαλλικές εταιρείες. Αυτόν τον στόχο θα τον πετύχουμε με ανακεφαλαιοποίηση, απόκτηση μετοχών και μπορώ να χρησιμοποιήσω, εάν χρειαστεί τον όρο εθνικοποίηση”.
Την ίδια περίπου περίοδο, δηλαδή των Μάιο του 2020, η γερμανική κυβέρνηση με καγκελάριο τότε την Άνγκελα Μέρκελ είχε αποφασίσει τη διάσωση της Lufthansa αγοράζοντας το γερμανικό δημόσιο το 20% των μετοχών της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Άνγκελα Μέρκελ είχε πάρει αυτή την απόφαση. Το 2009 προχώρησε στη διάσωση της ιδιωτικής γερμανική τράπεζας Commerzbank, όπου το γερμανικό δημόσιο απέκτησε το 25% των μετοχών έναντι 10 δις ευρώ.
Ο επίσης κεντροδεξιός πρωθυπουργός της Ισπανίας Ραχόι το 2012, ακολουθώντας τα βήματα της ομοϊδεάτισσάς του Μέρκελ είχε αποφασίσει την εθνικοποίηση της Banco Financiero y de Ahorros (BFA), της μητρικής εταιρείας της τράπεζας Bankia. Έτσι το ισπανικό δημόσιο είχε γίνει ο κάτοχος του 45% των μετοχών της τράπεζας.
Έτσι αποδεικνύεται πως σε περιόδους αβεβαιότητας οι ευρωπαικές κυβερνήσεις των μεγάλων χωρών προκειμένου να διασφαλίσουν την κοινωνική ομαλότητα και την οικονομική σταθερότητα προχωρούν σε αποφάσεις σε άλλες εποχές θα ήταν απορριπτέες. Η κατάσταση, όμως, γίνεται περισσότερο επείγουσα όταν τίθεται και ζήτημα ενεργειακής ασφάλειας. Σε αυτή την περίπτωση φαίνεται ότι σε μικρότερο διάστημα ορισμένοι από τους ηγέτες της ΕΕ παίρνουν γρηγορότερα ρηξικέλευθες αποφάσεις προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα.