Σύμφωνα με ενημερωτικό έγγραφο της πρεσβείας μας, η εφαρμογή του υπολογίζεται ότι θα αυξήσει τα έσοδα του κράτους κατά 3,5 δις ευρώ συνολικά. Τα 2 δις ευρώ αναμένονται από τον φόρο επί των ενεργειακών, ενώ τα υπόλοιπα 1,5 δις ευρώ από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Το σχέδιο νόμου διαχωρίζει τις ενεργειακές εταιρίες και τις τράπεζες, εφαρμόζοντας διαφορετικά κριτήρια και φόρους. Συγκεκριμένα, οι ενεργειακές εταιρίες, ήτοι πάροχοι και παραγωγοί ηλεκτρισμού, αερίου και πετρελαίου, που επηρεάζονται από το μέτρο, είναι όσες, το 2019, ξεπέρασαν το 1 δις ευρώ, του συνολικού κύκλου εργασιών. Τα καθαρά κέρδη υπολογίζονται, τόσο βάσει των κερδών, που αποκομίζουν, μέσω της πώλησης των υπηρεσιών τους, όσο και μέσω της πώλησης περιουσιακών στοιχείων. Συγκεκριμένα, αφορά τις Endesa, Iberdrola, Naturgy, EDP, Acciona, Repsol, Cepsa, BP, Galp και Disa. Σε αυτές, ο φόρος, που θα εφαρμοστεί, θα είναι της τάξεως του 1,2% στα καθαρά κέρδη της εταιρίας/ομίλου. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό σημείο είναι ότι ο φόρος θα αφορά τη δραστηριότητα του ομίλου στην Ισπανία. Συνεπώς, κέρδη, τα οποία προέρχονται από θυγατρικές του εξωτερικού ή μεταξύ των θυγατρικών του ομίλου, δεν θα καταμετρώνται ως φορολογητέα καθαρά κέρδη του φόρου αυτού.
Ένας φόρος της τάξεως του 4,8% επί των καθαρών κερδών προτείνεται για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, των οποίων τα καθαρά κέρδη από τόκους και μερίδια ξεπέρασαν τα 800 εκ. ευρώ, το 2019. Η λογική της απόφασης αυτής είναι ότι τα εν λόγω κέρδη αφορούν το 80% του συνόλου των κερδών των τραπεζών και, επομένως, ουσιαστικά πρόκειται για την εφαρμογή του ίδιου κριτηρίου με τις ενεργειακές εταιρίες. Όπως για τις ενεργειακές, αντίστοιχα για τις τράπεζες, ο φόρος εφαρμόζεται στα καθαρά κέρδη του ομίλου στην Ισπανία, εξαιρώντας θυγατρικές στο εξωτερικό και συναλλαγές εντός του ομίλου. Οι τράπεζες, που θα αναγκαστούν να πληρώσουν τον εν λόγω φόρο, είναι οι: Santander, BBVA, Bankinter, Sabadell, Unicaja, Ibercaja, Kutxabank και Cajamar, ενώ η Abanca δεν έφθασε το συγκεκριμένο ποσό το 2019.
Ο φόρος είναι πληρωτέος την 1η Ιανουαρίου 2023 και 2024, προκειμένου να υπολογίζονται τα κέρδη των προηγούμενων δύο ετών για τους οποίους και θα εφαρμοστεί. Οι εταιρίες θα πρέπει να καταβάλλουν το ήμισυ του φόρου τον Φεβρουάριο και το υπόλοιπο τον Σεπτέμβριο. Δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις επηρεαζόμενες εταιρίες κλείνουν τους ισολογισμούς τους στο τέλος Σεπτεμβρίου, το ποσό του Φεβρουαρίου θα αποφασίζεται με βάση τις εκτιμήσεις και στο τέλος του Σεπτεμβρίου θα γίνεται ο εκκαθαρισμός του.
Σημειώνεται ότι το σχέδιο νόμου απαγορεύει τη μετακύληση του φόρου αυτού στον τελικό καταναλωτή. Σε διαφορετική περίπτωση, αναφέρεται ότι το πρόστιμο προς τους παραβάτες θα είναι το 150% του συνολικού ποσού, που μεταφέρθηκε στους καταναλωτές. Οι υπεύθυνες αρχές για τη διασφάλιση του αναφερόμενου κανόνα θα είναι η Εθνική Επιτροπή της Αγοράς Ανταγωνισμού (CNMC) και η Τράπεζα της Ισπανίας. Στις τελευταίες, δίνεται η αρμοδιότητα να συντάξουν ένα νέο σχέδιο για την επιτήρηση των εταιριών και την εφαρμογή προστίμων.