Όπως υπογραμμίζει ο IEAγια να αντικαταστήσουν τις ρωσικές προμήθειες που λείπουν, οι ευρωπαίοι εισαγωγείς ναύλωσαν 12 FSRU που αρχικά προορίζονταν για έργα LNG στη Νοτιοανατολική Ασία.
Η ευρωπαϊκή πίεση μέχρι στιγμής στον διεθνή ανταγωνισμό έχει αποδειχθεί συντριπτική εις βάρος των αναγκών σε περιοχές της Ασίας. Στην έκθεση επισημαίνεται ότι από τον Αύγουστο του 2022, μόλις περισσότερα από 20 πλοία FSRU ήταν διαθέσιμα ή υπό κατασκευή. Από την εισβολή στην Ουκρανία και μετά, έχουν εξασφαλιστεί 12 FSRU για τις πρόσφατες εγκεκριμένες εγκαταστάσεις εισαγωγής στην Ευρώπη και προγραμματίζονται άλλα εννέα επιπλέον τερματικά που βασίζονται σε FSRU.
Αυτή η μετατόπιση και η επακόλουθη σπανιότητα των FSRU αποτελούν πρόκληση για τις αναδυόμενες αγορές στη Νοτιοανατολική Ασία, όπου οι πλωτές μονάδες αναμενόταν να αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της μελλοντικής ικανότητας επαναεριοποίησης.
Η έλλειψη πλωτών τερματικών εισαγωγής LNG κινδυνεύει να επιβραδύνει την ηλεκτροδότηση των αναδυόμενων αγορών στη Νοτιοανατολική Ασία, όπου η FRSU επρόκειτο να αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μερίδιο της μελλοντικής δυναμικότητας αερίου. Το φυσικό αέριο δεν είναι πλέον το καύσιμο της επιλογής για αποκεντρωμένα έργα ενέργειας στην Ασία, καθώς οι τιμές έχουν ξεπεράσει την οροφή και η βασική επιλογή είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε συνδυασμό με την αποθήκευση ενέργειας.
Αυτό έχει έρθει ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης, από πλευράς κρατών μελών της ΕΕ, μιας σειράς μέτρων για την ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού και της ανθεκτικότητας της αγοράς ενόψει του ερχόμενου χειμώνα.
Τα κράτη μέλη της ΕΕ προκειμένου να πετύχουν αυτόν τον σκοπό έχουν επιδείξει μια εντυπωσιακή ικανότητα εισαγωγής LNG, είτε μέσω της επέκτασης των υφιστάμενων χερσαίων μονάδων επαναεριοποίησης, είτε μέσω της πρόσληψης πλωτών μονάδων αποθήκευσης και επαναεριοποίησης (FSRU).
Αρκετές εταιρείες με έδρα την ΕΕ εξασφάλισαν επιπλέον προμήθεια LNG μέσω διαγωνισμών και βραχυπρόθεσμων συμβάσεων LNG, επισημαίνει η IEA και προσθέτει πως εκτός από την εισροή ρεκόρ LNG, τα κράτη μέλη της ΕΕ άρχισαν να διαφοροποιούν τις εισαγωγές τους από μη Ρώσους προμηθευτές αγωγών.