Τα ευρήματα δείχνουν εξάλλου ότι η υποσαχάρια Αφρική προβλέπεται να γίνει παγκόσμια εστία επιφανειακής ρύπανσης των υδάτων μέχρι το τέλος του αιώνα.
Τόσο η κλιματική αλλαγή όσο και η κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη αναμένεται να επηρεάσουν τη διαθεσιμότητα του νερού τις επόμενες δεκαετίες. Οι ρύποι από διάφορους τομείς χρήσης του νερού, όπως οι οικιακές, μεταποιητικές, κτηνοτροφικές και αρδευτικές δραστηριότητες, μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα του νερού και η διαχείριση που απαιτείται για τον μετριασμό αυτών των επιπτώσεων δεν είναι συνεπής σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον, οι παγκόσμιες ποσοτικές προβλέψεις για τη μελλοντική ποιότητα των υδάτων είναι ελάχιστες.
Η ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής τον ερευνητή του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, Έντουαρντ Τζόουνς, χρησιμοποίησε ένα παγκόσμιο μοντέλο υψηλής ανάλυσης για την ποιότητα των επιφανειακών υδάτων για την προσομοίωση της θερμοκρασίας του νερού και των δεικτών περιεκτικότητας σε άλατα, οργανικής και παθογόνου ρύπανσης για την περίοδο ως το 2100. Όπως διαπίστωσαν, το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που θα εκτίθεται σε ρύπανση μέχρι το τέλος του αιώνα κυμαίνεται ανάμεσα σε 17-27% (νερά με περιεκτικότητα σε άλατα), 20-37% (οργανική ρύπανση) και 22-44% (παθογόνα ρύπανση), ενώ η κακή ποιότητα των επιφανειακών υδάτων τονίζουν ότι θα επηρεάσει δυσανάλογα τους ανθρώπους που ζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Οι προκλήσεις είναι πολλαπλές. Οι ασθένειες που προκαλούνται από μολυσμένο με παθογόνα νερό μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό κίνδυνο για τους ανθρώπους. Με την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, η διαθεσιμότητα καλής ποιότητας νερού για άρδευση είναι ύψιστης σημασίας. Επίσης, η παραγωγή ενέργειας, που αποτελεί κλειδί για την παγκόσμια ανάπτυξη, μπορεί να παρεμποδιστεί από ένα συνδυασμό τόσο χαμηλών επιπέδων νερού όσο και υψηλών θερμοκρασιών νερού. Έτσι, η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία του περιορισμού τόσο της κλιματικής αλλαγής όσο και της ανθρωπογενούς ρύπανσης των υδάτων για τη διασφάλιση των ανθρώπινων μέσων διαβίωσης και της υγείας των οικοσυστημάτων στο μέλλον.