Τις τελευταίες ημέρες, γίναμε μάρτυρες των επιπτώσεων των υψηλών θερμοκρασιών. “Η Ελλάδα καίγεται”, με τις θερμοκρασίες να έχουν φτάσει έως και τους 46,4ºC[1], ενώ πρόσφατα είδαμε και τη νέα μελέτη σχετικά με τους θανάτουςεξαιτίας του καύσωνατο 2022. Αυτή η αποπνικτική ζέστη επηρεάζει και τα δάση μας, καθιστώντας τα ξηρότερα και πιο εύφλεκτα, με αποτέλεσμα να είναι πιο επιρρεπή σε πυρκαγιές,ανεξάρτητα από την αιτία.Βλέπουμε έναν καταιγισμό υποθετικών ειδήσεων και κατηγοριών με στόχο διάφορους τομείς και βιομηχανίες, καθώς οι άνθρωποι αναζητούν εξηγήσεις και αιτίες σε αυτή την παράλογη και απελπιστική κατάσταση. Τόσο τα επίσημα όσο και τα ανεπίσημα Μέσα ενημέρωσης έχουν παρατηρήσει την αντίδραση της κοινωνίας: οι άνθρωποι προσπαθούν να αποδώσουν ευθύνες και να εκλογικεύσουν τα γεγονότα.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι είτε αν οι πυρκαγιές προκαλούνται από ανθρώπινη αμέλεια (με βάση τα στατιστικά, αυτό ισχύει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων), είτε από κερδοσκοπία σχετικά με ακίνητα, είτε από ιδιωτικά συμφέροντα, είτε από παράνομες δασικές πρακτικές, οι καταστροφικές πυρκαγιές που κατακλύζουν την Ελλάδα αναδεικνύουν τελικά την αποτυχία της επαρκούς προετοιμασίας και του περιορισμού τέτοιων καταστροφών, απειλώντας έτσι σοβαρά την πολύτιμη βιοποικιλότητα της χώρας.
Η εξέλιξη των πυρκαγιών επηρεάζεται από τις αλλαγές στα τοπία, τα οποία συσσωρεύουν ξηρή βιομάζα, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις των αυξημένων κυμάτων καύσωνα και των παρατεταμένων ξηρασιών που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή. Η περίοδος κινδύνου πυρκαγιάς επίσης επεκτείνεται, αφού ο αριθμός των ημερών με ακραίο κίνδυνο πυρκαγιάς αυξήθηκε παγκοσμίως και διπλασιάστηκε στη λεκάνη της Μεσογείου τα τελευταία 40 χρόνια. Σε συνδυασμό με την έλλειψη διαχείρισης των δασών, η οποία έχει οδηγήσει σε αύξηση της ξηρής βιομάζας λόγω της εγκατάλειψης από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, βρισκόμαστε σε ένα σενάριο όπου οι πυρκαγιές εξαπλώνονται ανεξέλεγκτα, φτάνοντας σε αστικές περιοχές, πόλεις και σπίτια, ενώ δεν υπάρχουν υποχρεωτικά προληπτικά σχέδια. Αυτά είναι τα τέλεια συστατικά της συνταγής του χάους. Παρά τις προτάσεις του WWF τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η χώρα ακόμα δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα. Η κλιματική κρίση ναι μεν επιδεινώνει την κατάσταση λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων που προκαλούνται από την υπερθέρμανση του πλανήτη, οι κυβερνήσεις όμως δεν πρέπει να τη χρησιμοποιούν ως δικαιολογία για να παραμελούν και να εγκαταλείπουν τους πολίτες. Αντίθετα, η κλιματική κρίση θα πρέπει να χρησιμεύσει ως επείγον “καμπανάκι” αφύπνισης για την εφαρμογή μέτρων και την προώθηση ουσιαστικών αλλαγών.
Εάν οι πυρκαγιές αλλάζουν, οι λύσεις πρέπει κι αυτές να είναι διαφορετικές ώστε να αποφευχθούν εκρηκτικές “βόμβες φωτιάς” οι οποίες είναι αδύνατο να κατασβεστούν. Όπως δήλωσε το 2021 ο Τάκης Γρηγορίου, πρώην υπεύθυνος για θέματα κλίματος και ενέργειας στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace, “η Ελλάδα πάντα πάλευε να προστατεύσει το πλούσιο οικοσύστημά της”, και τα παράνομα κτίρια, η έλλειψη χαρτογράφησης των δασών και ο ελλιπής σεβασμός στη φύση αποτελούν μέρος μιας αποτυχημένης πολιτικής πρόληψης των πυρκαγιών.
Σε αυτό το πλαίσιο, το να έχουμε περισσότερα αεροπλάνα (τα οποία φυσικά και είναι απαραίτητα και είναι ελλιπή σε αριθμό) δεν ωφελεί, αν δεν διαχειριστούμε τα δάση μας με επαρκή χρηματοδότηση, επενδύσεις και λιγότερα λόγια. Το να ρίχνεις νερό σε μια μεγάλη πυρκαγιά είναι σαν να φτύνεις μέσα στην κόλαση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών για τις Δασικές Πυρκαγιές (EFFIS), μέχρι στιγμής, στην Ελλάδα έχουν καεί 429.000 στρέμματα το 2023, γεγονός που καθιστά τη χώρα δεύτερη στην ΕΕ σε συνολικό αριθμό καμένων εκτάσεων. Αυτό προκύπτει από την καταγραφή του συστήματος FireHUB και της μονάδας BEYOND του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Συνολικά, περίπου 400.000 στρέμματα έχουν μετατραπεί σε στάχτη λόγω των πυρκαγιών που εκδηλώθηκαν τις τελευταίες δύο εβδομάδες, σχεδόν διπλάσια έκταση σε σχέση με το 2022 και τριπλάσια έκταση σε σχέση με το 2020.
6 κρίσιμες διαπιστώσεις για τις πυρκαγιές
- Η τρέχουσα κλιματική κρίση εξηγεί την εξέλιξη των πυρκαγιών σε πιο επικίνδυνες, γρήγορες και ανεξέλεγκτες
- Κατά συνέπεια, βρισκόμαστε σε μια περιοχή που γίνεται όλο και πιο ζεστή, ξηρότερη και πιο επιρρεπής στις πυρκαγιές, ενώ παράλληλα παραμελείται όσον αφορά τη σωστή διαχείριση και προστασία.
- Μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι τα μοτίβα μιας υγρής περιόδου με υψηλότερες βροχοπτώσεις σε συνδυασμό με παρατεταμένη ξηρασία είναι ένας ιδιαίτερα επικίνδυνος συνδυασμός, καθώς οι βροχές επιτρέπουν μεγαλύτερη ανάπτυξη φυτών που στη συνέχεια πεθαίνουν και ξηραίνονται κατά την περίοδο ξηρασίας, αυξάνοντας τη διαθέσιμη βιομάζα που μπορεί να καεί, ενισχύοντας και εξαπλώνοντας τις φλόγες[2].
- Τα πεύκα και οι αειθαλείς θάμνοι διαθέτουν άφθονη καύσιμη ύλη για πυρκαγιές και έχουν αναπτύξει φυσικές προσαρμογές για να αντέχουν τέτοιες πυρκαγιές ως φυσιολογικό μέρος του κύκλου ζωής τους. Ωστόσο, οι παρατεταμένες ξηρές περίοδοι, όταν συνδυάζονται με ισχυρούς ανέμους και υψηλές θερμοκρασίες, δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου η βιομάζα που μπορεί να καεί γίνεται πιο εύκολα διαθέσιμη, εντείνοντας τις πυρκαγιές και καθιστώντας τες όλο και πιο επικίνδυνες. Αυτές οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για τις πυρκαγιές και προκαλούν αύξηση του μεγέθους και της έντασης των φλογών, οι οποίες κινούνται ταχύτητα εκτός ελέγχου[3].
- Η αύξηση της συχνότητας και της έντασης των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην κλιματική κρίση
- Ενώ είναι σημαντικό να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή ως παγκόσμιο ζήτημα, είναι εξίσου σημαντικό οι κυβερνήσεις να αναλάβουν την ευθύνη για τις δικές τους ενέργειες και να θεσπίσουν πολιτικές που προωθούν τη βιωσιμότητα και την προστασία του περιβάλλοντος.
- Παρά το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει επίγνωση των επιβλαβών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, δεν έχει λάβει επαρκή μέτρα για να μετριάσει τη δική της συμβολή σε αυτήν. Αντιθέτως, έχει εμπλακεί σε δραστηριότητες που επιδεινώνουν περαιτέρω την κατάσταση. Η κυβέρνηση έχει βάλει σε προτεραιότητα τα πιθανά βραχυπρόθεσμα οικονομικά κέρδη έναντι της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας (κι αυτό αφορά τις μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές ορυκτού αερίου, αλλά και τα σχέδια για γεωτρήσεις στη χώρα για εξόρυξη νέου ορυκτού αερίου), κάτι που έχει οδηγήσει σε σημαντικά κίνητρα και σε υπερβολική επιδότηση των ορυκτών καυσίμων με δημόσιο χρήμα.
- Η Ελλάδα είναι μια δασώδης και ορεινή χώρα χωρίς αποτελεσματική εφαρμογή της Εθνικής Δασικής Στρατηγικής της
- Επί δεκαετίες, η δασική υπηρεσία υπέφερε από σοβαρή υποχρηματοδότηση και έλλειψη κατάλληλου διαχειριστικού σχεδίου για την πρόληψη των πυρκαγιών. Κατά συνέπεια, η εγκατάλειψη εκτάσεων, η εισβολή ξυλωδών φυτών και η αναδάσωση χωρίς λογικό σχέδιο βιοποικιλότητας (μονοκαλλιέργειες φυτειών, χωροκατακτητικά είδη, έλλειψη ανθεκτικών στη φωτιά ειδών, ανεπαρκής διαχείριση της γης) έχουν οδηγήσει στη συσσώρευση σημαντικών ποσοτήτων ξηρής βιομάζας. Κατά την περίοδο 1990-2020 υπήρξε αύξηση των αραιών δασών και των θάμνων, λόγω της εγκατάλειψης των δασικών εκτάσεων, μειώνοντας τους ελεύθερους χώρους μεταξύ των δασικών ειδών δέντρων κατά 4%. Τελικά, το 1% των αραιών δασών άλλαξε κατηγορία και μπήκε σε εκείνη των πυκνών δασών.
- Δυστυχώς, αυτά τα στρέμματα γης δεν συμβάλλουν πλέον σε υγιή δάση, αλλά αντίθετα σχηματίζουν μια ευάλωτη, συνεχή, μη διαχειρίσιμη μάζα, καθιστώντας τα πιο εύφλεκτα και προωθώντας την εξάπλωση μεγάλων δασικών πυρκαγιών. Επιπλέον, η παραγωγή και η ποιότητα του ξύλου αντιμετωπίζουν περιορισμούς για διάφορους διαχειριστικούς και οικολογικούς λόγους. Οι αφαιρέσεις ξύλου σε εθνικό επίπεδο επηρεάζονται από πολυάριθμους αρνητικούς παράγοντες, όπως οργανωτικά ζητήματα, έλλειψη χρηματοδότησης για σχέδια διαχείρισης δασών, παράνομη δόμηση, ασαφής ιδιοκτησία δασικών εκτάσεων, προβλήματα συμμόρφωσης με τη δασική νομοθεσία, ζητήματα διακυβέρνησης, γραφειοκρατία και παράνομη υλοτομία, τα οποία συμβάλλουν σε μια αναποτελεσματική εθνική δασική πολιτική.
- Η εγκατάλειψη της υπαίθρου αυξάνει την έκταση που είναι επιρρεπής στην καύση
- Είναι απαραίτητο να αναζωογονηθεί το αγροτικό περιβάλλον με τρόπο που να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να εγκατασταθούν σε αυτό, μειώνοντας έτσι τις επιπτώσεις της ερήμωσης. Ένα αγροδασικό τοπίο που θα αποτελεί μωσαϊκό, με δραστηριότητες που συνδέονται με έναν πρωτογενή τομέα βαθιά ριζωμένο στην περιοχή, είναι ένα τοπίο πιο ανθεκτικό στις μεγάλες δασικές πυρκαγιές, στην κλιματική αλλαγή αλλά και στην απώλεια της βιοποικιλότητας (επίσης της αγροποικιλότητας).
- Από το 2008 έως το 2011, μόνο ο τομέας της ξυλείας έχασε το 7,9% της αξίας του, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 1,44 δισ. ευρώ, και έχασε το 37% του συνολικού εργατικού δυναμικού, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 200.000 θέσεις εργασίας. Μικρής κλίμακας βιομηχανίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις έκλεισαν ή μετατράπηκαν σε εμπορικές. Όπως αναφέρουν οι Τσιάρας κ.ά. (2020), στην κατάταξη των χωρών της ΕΕ με βάση τη συμβολή του δασικού τομέα στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση από το τέλος της κατάταξης μεταξύ 26 χωρών, καθώς ο δασικός τομέας συμβάλλει στο ΑΕΠ της χώρας μόνο με ένα ελάχιστο ποσοστό <0,05%[4]
- Ανεξάρτητα από την αιτία ή την πηγή των πυρκαγιών, είναι πρακτικά αδύνατο να παρακολουθείται κάθε γωνιά των ελληνικών βουνών και δασών
- Η δημιουργία ενός καλά οργανωμένου και αποτελεσματικού φορέα κατάσβεσης δασικών πυρκαγιών, εξοπλισμένου με το απαραίτητο προσωπικό, υποστήριξη και πόρους είναι ζωτικής σημασίας. Ωστόσο, χωρίς σωστή και αποτελεσματική δασική διαχείριση και μέτρα πρόληψης, κανένα σύστημα κατάσβεσης δεν μπορεί να ανακόψει αποτελεσματικά το μέγεθος των πυρκαγιών που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Υπό αυτή την έννοια, η τρέχουσα κατανομή των πόρων στην Ελλάδα φαίνεται να ευνοεί σε μεγάλο βαθμό την πυρόσβεση, ενώ η προσέγγιση που συνίσταται δίνει έμφαση στον κρίσιμο ρόλο της πρόληψης για τον μετριασμό των επιπτώσεων των δασικών πυρκαγιών. Σύμφωνα με το WWF, τα διαθέσιμα κονδύλια για τις δασικές υπηρεσίες επαρκούν μόλις για να καλύψουν το 10% των αναγκών τους, ενώ το 80% του προϋπολογισμού καλύπτει την καταστολή και μόνο το 20% χρησιμοποιείται για την πρόληψη[5]. Η πρόληψη διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στον μετριασμό των επιπτώσεων των πυρκαγιών και στη διευκόλυνση της διαχείρισης και της κατάσβεσής τους σε περιπτώσεις όπου τα μέτρα πρόληψης μπορεί να μην ήταν επαρκή.
- Οι δασικές πυρκαγιές είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να δράσουμε σε όλες τις διαστάσεις του ζητήματος, αντιμετωπίζοντας διάφορους παράγοντες κινδύνου
- Ο πολεοδομικός σχεδιασμός δεν έχει λάβει επαρκώς υπόψη του τον κίνδυνο δασικών πυρκαγιών. Σε περιοχές υψηλού κινδύνου, υπάρχει αστική ανάπτυξη, κατοικίες και υποδομές, που δεν μπορούν να προστατευθούν. Είναι απαραίτητο να απαγορευτεί η αστικοποίηση σε τέτοιες ζώνες. Πρέπει να μειώσουμε τον κίνδυνο ανάφλεξης, αλλά επίσης, η αντιμετώπιση των υποκείμενων αιτιών της ευαλωτότητας είναι ζωτικής σημασίας, όπως η εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα, η έλλειψη εδαφικών πολιτικών που να ενσωματώνουν την κλιματική αλλαγή και τον κίνδυνο δασικών πυρκαγιών, το χάσμα μεταξύ πόλεων και δασών, η ανισότητα και η ανεπαρκής πρόσβαση σε πόρους και μέσα διαβίωσης στις φτωχές αγροτικές οικονομίες.
- Η ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών και η προστασία του εδάφους πρέπει να πραγματοποιούνται με την ενεργό συμμετοχή των κατοίκων των αγροτικών περιοχών. Μια συμπεριληπτική προοπτική χωρίς αποκλεισμούς για την αγροτική ανάπτυξη απαιτεί ευρείες συμφωνίες που ενσωματώνουν τον αγροτικό πληθυσμό, τα προβλήματά του και τις ανάγκες του στις αναγκαίες επενδύσεις και διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Συμπέρασμα
Η αύξηση της σοβαρότητας και της συχνότητας των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα οφείλεται στην τρέχουσα κλιματική κρίση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα θερμότερες, ξηρότερες και πιο εύφλεκτες συνθήκες. Ενώ η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελεί παγκόσμια επιταγή, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει επίσης να αναλάβει την ευθύνη για τις δικές της ενέργειες και να δώσει προτεραιότητα στη βιωσιμότητα έναντι των βραχυπρόθεσμων οικονομικών κερδών.
Η ανεπαρκής χρηματοδότηση και ο σχεδιασμός για την πρόληψη και τη διαχείριση των πυρκαγιών έχουν συμβάλει στην ευπάθεια των δασών, επιδεινώνοντας τον αντίκτυπο των πυρκαγιών. Η αγροτική εγκατάλειψη και η ερήμωση προσθέτουν περαιτέρω στην ευαισθησία της περιοχής στις πυρκαγιές. Για την αντιμετώπιση αυτού του πολύπλευρου ζητήματος, απαιτείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, που θα περιλαμβάνει την αναζωογόνηση των αγροτικών περιοχών, τη βελτίωση του αστικού σχεδιασμού για τη μείωση του κινδύνου και την αύξηση των επενδύσεων σε μέτρα πρόληψης.
Η κατανομή των πόρων πρέπει να μετατοπιστεί προς την προτεραιοποίηση των προσπαθειών πρόληψης και όχι αποκλειστικά της πυρόσβεσης. Επιπλέον, η χωρίς αποκλεισμούς αγροτική ανάπτυξη με την ενεργό συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων είναι ζωτικής σημασίας. Απαιτείται επείγουσα δράση για την παροχή των απαραίτητων πόρων, εξοπλισμού και συνθηκών εργασίας στο πυροσβεστικό προσωπικό, με στόχο την αποτελεσματική καταπολέμηση των πυρκαγιών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Με τη συλλογική επανεξέταση της σχέσης μας με τα οικοσυστήματα και τη λήψη προληπτικών μέτρων, μπορούμε να επιδιώξουμε μια πιο ανθεκτική και βιώσιμη συνύπαρξη με τη φύση, προστατεύοντας παράλληλα το περιβάλλον και τις κοινότητές μας.
Όσον αφορά την επανειλημμένη χρήση της κλιματικής αλλαγής από την κυβέρνηση ως αιτία και δικαιολογία για τις σημερινές δασικές πυρκαγιές, η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει: είτε βρισκόμαστε υπό κλιματική κρίση και ενεργούμε αναλόγως, ξεκινώντας από την πλήρη απεξάρτηση της οικονομίας και του ενεργειακού μείγματος από τα ορυκτά καύσιμα, είτε τη χρησιμοποιούμε επιλεκτικά και συνεχίζουμε τις συνήθεις δραστηριότητες, επενδύοντας στο ορυκτό αέριο, προχωρώντας τις εξορύξεις για νέο ορυκτό αέριο κ.λ.π. Μέχρι τώρα η κυβέρνηση έχει σαφώς επιλέξει το δεύτερο, οπότε οι κραυγές της για τις δασικές πυρκαγιές που σχετίζονται με το κλίμα δεν αρκούν.
φωτογραφία: Constantinos Stathias / Greenpeace