Για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας θα πρέπει να προτιμώνται στοχευμένα μέτρα κοινωνικής πολιτικής, δηλαδή απευθείας επιδοτήσεις από τον εκάστοτε κρατικό προϋπολογισμό και όχι στήριξη μέσω των ρυθμιζόμενων τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτό προκύπτει από το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο που υιοθετεί η ΕΕ για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας την επόμενη δεκαετία.
Πρόκειται για την τέταρτη κατά σειρά οδηγία της ΕΕ από την έναρξη της διαδικασίας απελευθέρωσης πριν από 23 χρόνια η οποία εστιάζει στο ρόλο των καταναλωτών και επιδιώκει να διαμορφώσει μια πελατοκεντρική και ευέλικτη αγορά, με τιμές λιανικής που θα βασίζονται στον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η οδηγία, που αναμένεται να εγκριθεί και από το επόμενο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας για να τεθεί σε ισχύ, αναφέρει ρητά ότι για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας θα πρέπει να προτιμώνται στοχευμένα μέτρα κοινωνικής πολιτικής, δηλαδή απευθείας επιδοτήσεις από τον εκάστοτε κρατικό προϋπολογισμό και όχι στήριξη μέσω των ρυθμιζόμενων τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας.
Η Οδηγία στοχεύει στην πλήρη κατάργηση της παραδοσιακής προσέγγισης της προστασίας των ευάλωτων καταναλωτών μέσω των ρυθμιζόμενων χρεώσεων έως το 2025. Μάλιστα προβλέπει ότι σε εκείνη τη χρονική στιγμή η ΕΕ θα έχει τη δυνατότητα απαγόρευσης μέτρων στήριξης των ευάλωτων καταναλωτών αν και κάτι τέτοιο είναι προφανές ότι θα κριθεί πολιτικά και ανάλογα με την οικονομική κατάσταση που θα επικρατεί τότε στην Ευρώπη.
Η νέα οδηγία θα πρέπει να έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο έως το τέλος του 2020 και για τα ελληνικά νοικοκυριά που βιώνουν μια υπερδεκαετή κρίση, η κατάργηση των έστω και περιορισμένων μέτρων αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας, είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει ένα σημαντικό πρόβλημα που θα είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί.
Άλλωστε η κατακόρυφη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη ΔΕΗ κατά τη διάρκεια της κρίσης σε ένα σημαντικό μέρος οφείλεται σε επιχειρήσεις που έκλεισαν αφήνοντας πίσω τους τεράστια χρέη προς τη ΔΕΗ, αλλά και στην πολιτική επιλογή που έγινε από το 2015 να μην λαμβάνει μέτρα η ΔΕΗ έναντι των καταναλωτών που δεν πλήρωναν τους λογαριασμούς τους.
Έτσι πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι μεταξύ των 3 δις ευρώ που της οφείλονται σήμερα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό προέκυψε από τη νοοτροπία που καλλιεργήθηκε ότι η αποπληρωμή των λογαριασμών του ρεύματος δεν είναι προτεραιότητα για τα νοικοκυριά αφού η ΔΕΗ δεν θα κόψει το ρεύμα. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι τα χρέη προς τις εταιρίες τηλεφωνίας δεν έφθασαν ποτέ σε αυτά τα δυσθεώρητα ύψη.
Η συγκεκριμένη κατάσταση αποτελεί έναν ακόμη ανασταλτικό παράγοντα για την απελευθέρωση της αγοράς, αφού οι ιδιώτες προμηθευτές δεν αφήνουν να συσσωρεύονται οφειλές τις οποίες στο μέλλον δεν θα μπορούν να διαχειριστούν.
Είναι χαρακτηριστικό με βάση επίσημα στοιχεία της ΔΕΗ προς τη ΡΑΕ ότι οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των καταναλωτών προς τη ΔΕΗ από 702 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2011, αυξήθηκαν σε 1,7 δισ. ευρώ στις 31.12.2014 και εκτινάχθηκαν σε 2,4 δισ. ευρώ στις 30.9.2015 καταγράφοντας αύξηση κατά 250% σε σχέση με το 2011. Επιπρόσθετα, οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις στις 30.9.2015 έφτασαν τα 668 εκατ. ευρώ έναντι 259 εκατ. ευρώ στις 30.9.2011.
Σήμερα από τα περίπου 3 δις ευρώ που της οφείλονται η ΔΕΗ έχοντας προσλάβει και ειδική εταιρία ως σύμβουλο της Qualco, έχει καταφέρει να εισπράξει μόλις τα 300 εκατ ευρώ.
της Εύης Παπαδοσηφάκη