Την συζήτηση συντόνισε η συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας Καθημερινή, κυρία Τασούλα Επτακοίλη. Όπως τόνισε ο κ. Παυλόπουλος «η θεσμική αντιμετώπιση της προ των πυλών κλιματικής κρίσης καθυστέρησε δραματικά» σημειώνοντας ότι «τόσο η διεθνής κοινότητα, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ακολουθήσει μια τακτική Επιμηθέων;».
Όπως είπε, αν και η Ευρώπη οφείλει να διαδραματίσει έναν πλανητικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν έχει την δύναμη να το κάνει καθώς δεν διαθέτει προσωπικότητες που θα λάβουν τις αποφάσεις, ώστε η πολιτική της να αποτελέσει «πλανητικό δείκτη πορείας». Στο σημείο αυτό, υπογράμμισε πως «αν συνεχίσουμε σε αυτόν τον δρόμο, απλώς θα πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στο Μαρτύριο του Ταντάλου ή του Σισύφου».
Όπως είπε, «έως την δεκαετία του ‘70, τα θέματα του περιβάλλοντος γενικότερα, και κατ’ εξοχήν εκείνα της κλιματικής αλλαγής στην πορεία της προς την κλιματική κρίση, δεν είχαν απασχολήσει, από πλευράς θεσμικής κανονιστικής ρύθμισης την διεθνή κοινότητα. Κατά συνέπεια, το εν γένει διεθνές Δίκαιο τα αγνοούσε;».
Σύμφωνα με τον κ. Παυλόπουλο η αντιμετώπιση αυτή οφειλόταν και στο γεγονός πως τα περιβαλλοντικά ζητήματα αντιμετωπίζονταν ως τοπικά ή και περιφερειακά. Ειδική μνεία έκανε στην απόφαση της 9ης Απριλίου 2024 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που δέχθηκε την προσφυγή της ελβετικής ένωσης «Ηλικιωμένων Γυναικών για την Προστασία του Κλίματος» εναντίον της Ελβετίας, ως κράτους-μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης, που παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του κατά το Διεθνές Δίκαιο ως προς την ποσοτικοποίηση των εθνικών περιορισμών μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ο κ. Παυλόπουλος χαρακτήρισε την απόφαση αυτή ως «παρήγορο «οιωνό» δυναμικής ενεργοποίησης των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου για την προστασία του Ανθρώπου από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
«Η προαναφερόμενη απόφαση είναι κλασικό δείγμα arrêt de principe του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δοθέντος ότι είναι η πρώτη φορά που αναγνωρίζεται ότι η παραβίαση, εκ μέρους κράτους-μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης, των υποχρεώσεών του, οι οποίες απορρέουν από το διεθνές Δίκαιο για την κλιματική αλλαγή και την κλιματική κρίση, επιφέρει και παραβίαση συγκεκριμένων διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
Επισήμανε, δε, πως «στην προκειμένη περίπτωση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η προμνημονευόμενη παράλειψη της Ελβετίας επιφέρει ευθεία παραβίαση, από την πλευρά της, και των διατάξεων του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τον σεβασμό της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής».
Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Παυλόπουλος στάθηκε στις ελλείψεις που παρουσιάζει το διεθνές Δίκαιο από την άποψη της κανονιστικής ισχύος του, για την αποτελεσματική εφαρμογή του στην πράξη. «Το κυριότερο μειονέκτημα της κατά τ’ ανωτέρω μειωμένης κανονιστικής αξιοπιστίας του διεθνούς Δικαίου, άρα και του διεθνούς Δικαίου του Περιβάλλοντος, συνίσταται στην μειωμένη κανονιστική εμβέλεια και επάρκεια των κανόνων του, ανεξάρτητα από την μορφή που φέρει το κείμενο, π.χ. συμφωνία, συνθήκη κλπ, εντός του οποίου αυτοί περιλαμβάνονται.
Και η μειωμένη αυτή κανονιστική εμβέλεια και επάρκεια των διεθνών κανόνων δικαίου έχει την πιο διαβρωτική ρίζα της στην έλλειψη επαρκών δικαιοδοτικών κυρωτικών μηχανισμών, ικανών να εγγυηθούν εμπράκτως το κανονιστικό κύρος τους, και μάλιστα erga omnes» ανέφερε.
Στις μεγάλες καταστροφές που έχει βιώσει ο πλανήτης την τελευταία πενταετία με την απώλεια δασών, ζώων και ανθρώπινων ζωών στάθηκε ο καθηγητής κ. Χρήστος Ζερεφός υπενθυμίζοντας πως όλα τα παγκόσμια κλιματικά μοντέλα δείχνουν πως μετά το 2050, αν συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε την οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη με τον ίδιο τρόπο και να εκπέμπουμε τις ίδιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα τότε το 2050 θα αποτελεί ορόσημο πέρα από το οποίο καμία συνάρτηση δεν θα συγκλίνει σε λύση.
Επιπροσθέτως, υπενθύμισε πως στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού, έως το 2030 θα πρέπει να έχει καταγραφεί η απαλλαγή κατά 80% από ορυκτά καύσιμα και η αντικατάστασή τους από ΑΠΕ.
Στο πλαίσιο αυτό τόνισε πως η Ελλάδα αποτελεί «Εμιράτο» για τις ΑΠΕ καθώς διαθέτει πλούτο ΑΠΕ και ένα μωσαϊκό κλιμάτων που αλληλοεπιδρούν και τα οποία, όμως, δυστυχώς κινδυνεύουν από την μετακίνηση κατά μισό ή έναν βαθμό Κελσίου της θερμοκρασίας του αέρος και των υδάτων. Υπογράμμισε, επίσης, την ανάγκη κινητοποίησης για την καλύτερη διαχείριση των πόρων αυτών εντοπίζοντας, όμως πως «στη χώρα μας υπάρχει αυτή η καχυποψία.
Υπάρχει αυτή η μιζέρια και υπάρχει και αυτή η δουλικότητα απέναντι στο χρήμα», ενώ πρόσθεσε ότι «οι πραγματικοί επιχειρηματίες, τώρα θα βρουν την ευκαιρία να βγάλουν λεφτά. Πολύ περισσότερα από αυτά που έβγαζαν από το πετρέλαιο». Τέλος, υπογράμμισε τα μεγάλα κενά στην Παιδεία που επιδεινώνουν την αντιμετώπιση των ζητημάτων που αφορούν στο κλίμα.