Η ανάθεση της εν λόγω μελέτης έλαβε χώρα μεταξύ των δύο συνεχόμενων καταστροφικών πυρκαγιών του 2022 και 2023 στην περιοχή του Έβρου. Παρ’ όλα αυτά, τα συμπεράσματά της αποδεικνύονται χρήσιμα, όχι μόνο για το άκαυτο τμήμα του Εθνικού Πάρκου, αλλά και για άλλα δασικά συμπλέγματα ανά τη χώρα, που δυνητικά θα μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα από την υπερσυσώρευση των υπολειμμάτων των δασικών υλοτομιών με την αξιοποίησή τους.
Βασικός στόχος της μελέτης ήταν η διεξαγωγή μιας αρχικής διερεύνησης, με οικονομοτεχνικούς όρους, των δυνατοτήτων ενεργειακής αξιοποίησης των υπολειμμάτων ξυλώδους βιομάζας που δύναται να συγκεντρωθούν στο πλαίσιο της ορθής διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου δάσους Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου. Όπως είναι γνωστό, η αξιοποίηση ξυλώδους βιομάζας για παραγωγή ενέργειας υπόκειται σε ένα ευρύ πλέγμα περιβαλλοντικών, τεχνικών και οικονομικών προκλήσεων, και σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη καταγράφει τόσο τους βασικούς περιορισμούς και τα προβλήματα που υφίστανται, όσο και τις προτάσεις και προοπτικές για την αξιοποίησή της.
Στο πλαίσιο της μελέτης αναπτύχθηκε επίσης μια μεθοδολογία εκτίμησης της διαθεσιμότητας δασικών υπολειμμάτων, λαμβάνοντας υπόψιν τα στοιχεία των διαχειριστικών μελετών του δάσους, καθώς και χωρικά δεδομένα, ενώ για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν εργαλεία ανοιχτού κώδικα σε περιβάλλον λογισμικού Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. Μάλιστα, η προτεινόμενη μεθοδολογία δύναται να εφαρμοστεί και σε άλλα δασικά συμπλέγματα χωρίς ιδιαίτερες μετατροπές και απαιτήσεις για χρονοβόρες διεργασίες.
Από την ανάλυση προέκυψε ότι από το Εθνικό Πάρκο δάσους Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου υπάρχει η δυνατότητα συλλογής 1.500 τόνων ξηρής βιομάζας ξυλωδών δασικών υπολειμμάτων, κατά μέσο όρο, σε ετήσια βάση. Ωστόσο, ουσιαστικός παράγοντας για την αξιοποίηση της υπολειμματικής βιομάζας είναι η ποιότητα της ύλης και γι’ αυτό το λόγο διενεργήθηκαν οι απαιτούμενες εργαστηριακές δοκιμές για τον προσδιορισμό των φυσικοχημικών χαρακτηριστικών των υπολειμμάτων και εφαρμόστηκε πειραματική διαδικασία πελετοποίησης.
Το κόστος συλλογής, διαχείρισης και μεταφοράς της βιομάζας, δηλαδή το συνολικό κόστος απόκτησης της πρώτης ύλης, αποτελεί ίσως τη βασικότερη παράμετρο για την περαιτέρω ενεργειακή αξιοποίησή της. Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη συμβάλλει στον καθορισμό των κατάλληλων διαδικασιών, τόσο από τεχνικής, όσο και από οικονομικής άποψης, για τη συγκέντρωση, τη διαχείριση και την αξιοποίηση των υπολειμμάτων του δάσους. Βάσει των παραπάνω, εξετάστηκαν εναλλακτικά σενάρια διαδικασιών και σταδίων της εφοδιαστικής αλυσίδας και αναλύθηκαν οι τεχνικοοικονομικές λεπτομέρειες, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε προσέγγισης.
Στη συνέχεια, βάσει της επεξεργασίας των παραπάνω δεδομένων, πραγματοποιήθηκε οικονομική ανάλυση των διαδικασιών και εκτίμηση του κόστους κτήσης της βιομάζας. Τα αποτελέσματα, παρουσιάζονται αναλυτικά εντός της μελέτης και δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να εξάγει συμπεράσματα για όλα τα πιθανά σενάρια που εξετάστηκαν. Ωστόσο, σαν γενικό συμπέρασμα, προέκυψε ότι ένα ενδεικτικό εύρος του κόστους συλλογής, επεξεργασίας και μεταφοράς της βιομάζας για τη μελετώμενη περιοχή, δύναται να κυμανθεί από 36 έως 45 ευρώ/τόνο ξηρής βιομάζας, ανάλογα με τις παραδοχές.
Παρά τους όποιους τεχνικούς, ποσοτικούς, ποιοτικούς και οικονομικούς περιορισμούς, υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές εκμετάλλευσης και αξιοποίησης των δασικών υπολειμμάτων μετά από υλοτομίες, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην προστασία του δάσους, την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και την ανάπτυξη των περιοχών εφαρμογής.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ