Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει σήμερα πολλαπλές, συχνά ταυτόχρονες, κρίσεις και προκλήσεις, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας ξεκινώντας την ομιλία του. Οι κρίσεις και οι προκλήσεις αυτές, συνέχισε, αφορούν ζητήματα γεωπολιτικά, ενεργειακά, κοινωνικά, και όλα, άμεσα ή έμμεσα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και ευρύτερα τη βιωσιμότητα. Προσεγγίζουμε κρίσιμα σημεία καμπής (tipping points) τα οποία, εάν ή όταν ξεπεραστούν, θα οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερες αλλαγές. Η φύση βρίσκεται σε πρωτοφανή κίνδυνο, όπως αναγνωρίζει και η επιστημονική κοινότητα, ενώ τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν γίνει πιο συχνά και πιο σφοδρά.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το World Economic Forum περιλαμβάνει στη λίστα με τους δέκα πιο σημαντικούς κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, πολλούς κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον. Εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα μετριασμού του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, οι χρόνιες επιπτώσεις θα συνεχίσουν να κλιμακώνονται, επιφέροντας επιπλέον ζημιές στην οικονομία, ενώ θα απαιτούνται ακόμα μεγαλύτερα κεφάλαια για επενδύσεις προσαρμογής. Όλα τα παραπάνω μπορούν να προκαλέσουν αυξανόμενες απώλειες στο κεφάλαιο – ανθρώπινο, υλικό και οικονομικό – και οδηγούν στην επώδυνη διαπίστωση του πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση είναι η ευημερία και, εν τέλει, η επιβίωσή μας.
Συνεχίζοντας την ομιλία του ο Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος ανέφερε:
- τους τρόπους με τους οποίους επηρεάζει η κλιματική αλλαγή το έργο των κεντρικών τραπεζών,
- τις σχετικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος και
- και τις σκέψεις για την αποτελεσματική διαχείριση των προκλήσεων που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή.
Πιο συγκεκριμένα υπογράμμισε τα παρακάτω:
Ι. Πώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει το έργο των κεντρικών τραπεζών
Στόχος της νομισματικής πολιτικής είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, τα μακροοικονομικά μεγέθη, όπως τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, συνεπώς και τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες. Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή δημιουργεί κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και επηρεάζει την ασφάλεια και ευρωστία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συνεπώς αφορά και την εποπτεία των ιδρυμάτων και του όλου συστήματος.
Ειδικότερα σε ένα περιβάλλον με αυξημένους κλιματικούς κινδύνους, η προσπάθεια διασφάλισης της σταθερότητας των τιμών και ενός υγιούς τραπεζικού συστήματος καθίσταται ακόμα μεγαλύτερης σημασίας, ώστε η οικονομία και η κοινωνία να είναι περισσότερο ανθεκτικές σε ενδεχόμενες διαταραχές από την κλιματική αλλαγή. Επομένως, η ενσωμάτωση στο έργο των κεντρικών τραπεζών παραμέτρων που σχετίζονται με το κλίμα εμπίπτει στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους.
Όμως, η ανάληψη δράσης από τις κεντρικές τράπεζες και τις εποπτικές αρχές είναι ένα απαιτητικό εγχείρημα. Η υψηλή αβεβαιότητα και οι πολλαπλές προκλήσεις της σημερινής εποχής καθιστούν πιο περίπλοκες την αξιολόγηση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή και τη χαρτογράφηση των πιθανών διαταραχών στην οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα. Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε μερικά παραδείγματα.
Πρώτον, η οικονομική ανάπτυξη πλήττεται από την κλιματική αλλαγή, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα μπορεί να προκληθούν ζημίες, π.χ. στις υποδομές, στον κτιριακό εξοπλισμό και στο υλικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η οικονομική δραστηριότητα σε περιοχές πληγείσες από φυσικές καταστροφές μπορεί να περιοριστεί ή και να διακοπεί, προκαλώντας στρεβλώσεις και στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Σύμφωνα με μελέτες, τα ακραία καιρικά φαινόμενα εκτιμάται ότι οδηγούν σε μείωση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ κατά περισσότερο από 0,5 ποσοστιαία μονάδα τη χρονιά που συμβαίνουν. Ακόμα και αν ανακάμψει σταδιακά η παραγωγή, η αυξημένη αβεβαιότητα θα συνεχίσει να επηρεάζει τις καταναλωτικές και επενδυτικές επιλογές, την παραγωγικότητα της εργασίας και την απασχόληση, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα.
Δεύτερον, σε σχέση με τον πληθωρισμό, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η υπερβολική άνοδος της θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες ασκεί ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, ιδιαίτερα στις θερμότερες χώρες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον αυξημένης μεταβλητότητας και με κινδύνους για τη διαμόρφωση των τιμών, η συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών κοντά στο στόχο μας καθίσταται πιο δύσκολη.
Τρίτον, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επηρεάσει δυσανάλογα διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και τομείς της οικονομίας, και άρα οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό δεν θα είναι ίδιες σε όλες τις περιφέρειες και τις χώρες της ευρωζώνης, δημιουργώντας μια επιπλέον πρόκληση για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
Τέταρτον, επιπτώσεις στο προϊόν και τον πληθωρισμό αναμένονται και από την πράσινη μετάβαση, τα μέτρα και τις πολιτικές προς καθαρές μηδενικές εκπομπές, τις επιδοτήσεις και τη σχετική φορολόγηση. Για παράδειγμα, μία αυξημένη τιμή άνθρακα μπορεί, ceteris paribus, να ωθήσει τον πληθωρισμό σε υψηλότερα επίπεδα, καθιστώντας απαραίτητη μια πιο περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για τον πληθωρισμό. Αντίστοιχα, είναι αβέβαιη η επίδραση στον πληθωρισμό από τις επενδύσεις σε νέες, πιο πράσινες, τεχνολογίες, αλλά και από την απομείωση της αξίας περιουσιακών στοιχείων (π.χ. κτιρίων χαμηλής ενεργειακής απόδοσης, παρωχημένων υποδομών). Ως αποτέλεσμα, διαφορετικές και αντίρροπες δυνάμεις επενεργούν στο μακροπρόθεσμο επιτόκιο ισορροπίας.
Επομένως, σε γενικές γραμμές, αναμένουμε αύξηση της μεταβλητότητας των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών, όπως ο πληθωρισμός και ο ρυθμός ανάπτυξης, κάτι που δημιουργεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα για τις προβλέψεις μας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, και εν τέλει για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής. Η κατανόηση λοιπόν των μακροοικονομικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι απαραίτητη για να αξιολογήσουμε πώς θα επηρεαστεί ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, και συνεπώς η επίτευξη του στόχου μας για σταθερότητα των τιμών. Επιπλέον, ο σαφής καθορισμός αξιόπιστων και αποτελεσματικών πολιτικών μετάβασης, αλλά και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση της σχετικής αβεβαιότητας, καθώς και για την ομαλή και κατάλληλη προετοιμασία των οικονομικών παραγόντων.
Βεβαίως, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέσω του κινδύνου από φυσικές καταστροφές, αλλά και μέσω του κινδύνου μετάβασης. Μια άμεση επίπτωση προέρχεται από τις αποζημιώσεις που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μετά από φυσικές καταστροφές. Για παράδειγμα, οι αποζημιώσεις μετά τις πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία υπερέβησαν τα 300 εκατ. ευρώ, με το μεγαλύτερο μέρος τους να καλύπτεται από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, η απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων που πλήττονται από φυσικές καταστροφές μπορεί να επιβαρύνει τους ισολογισμούς των τραπεζών, λόγω της χαμηλότερης αξίας των στοιχείων στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια (όπως μετοχές και ομόλογα), της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και της μείωσης της αξίας των ενεχύρων. Τα παραπάνω αυξάνουν τον κίνδυνο ρευστότητας και το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, επηρεάζοντας τους όρους και τις ροές τραπεζικού δανεισμού προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς και τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
Συμπερασματικά, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα αποτελούν πηγή αστάθειας και ευπάθειας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς μπορούν να επηρεάσουν, όπως ανέφερα ήδη, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και να διαταράξουν τη σταθερότητα των τιμών.
ΙΙ. Δράσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος
Είναι πλέον σαφές ότι όλοι έχουμε ένα ρόλο να διαδραματίσουμε στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ακόμα και αν τον πρωταρχικό λόγο έχουν οι εκλεγμένες κυβερνήσεις. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν και έχουν ήδη αναλάβει ενεργό δράση, πάντοτε εντός των ορίων της εντολής τους και προς όφελος των κοινωνιών, με συγκεκριμένα μέτρα για την ίδια τη λειτουργία τους, την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και βεβαίως τις εποπτικές τους αρμοδιότητες.
Ειδικότερα, το 2021, στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), συμφωνήσαμε σε ένα ολοκληρωμένο και φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την περαιτέρω ενσωμάτωση παραμέτρων σχετικών με τη κλιματική αλλαγή στη στρατηγική νομισματικής πολιτικής μας και τη συστηματικότερη συνεκτίμηση των ζητημάτων βιωσιμότητας στις δράσεις μας.Μάλιστα, τον Ιανουάριο του 2024 το σχέδιο δράσης εμπλουτίστηκε με επιπλέον δράσεις, μια εκ των οποίων είναι και η κατανόηση των επιπτώσεων από την απώλεια και την υποβάθμιση της φύσης στην οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στο Ευρωσύστημα σημειώνουμε πρόοδο στην εφαρμογή αυτών των σχεδίων – για παράδειγμα, η ΕΚΤ έχει αρχίσει να λαμβάνει υπόψη την κλιματική αλλαγή στις επανεπενδύσεις εταιρικών ομολόγων, επιδιώκοντας την αγορά τους από εκδότες που εμφανίζουν καλύτερες κλιματικές επιδόσεις, και ενσωματώνει σταδιακά τα θέματα κλιματικής αλλαγής στις αναλύσεις της, στα υποδείγματα μακροοικονομικών προβλέψεων και στη διαχείριση κινδύνων.
Σε αυτό το πλαίσιο εφαρμόζεται και η κοινή στάση από τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος – συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος – για την εφαρμογή αρχών βιώσιμων και υπεύθυνων επενδύσεων στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων που δεν σχετίζονται με τη νομισματική πολιτική και τη δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών στοιχείων που αφορούν το κλιματικό αποτύπωμα αυτών, ήδη από το Μάρτιο του 2023. Επιπρόσθετα, η ΕΚΤ αναμένεται να καθιερώσει τη δημοσιοποίηση στοιχείων για την κλιματική αλλαγή ως νέο κριτήριο επιλεξιμότητας για τα περιουσιακά στοιχεία που προσφέρονται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής.
Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες και οι εποπτικές αρχές έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες για τους κλιματικούς κινδύνους, μέσα από την εκτίμηση, ποσοτικοποίηση και ενσωμάτωσή τους στα συστήματα διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και άλλων εταιριών του χρηματοπιστωτικού τομέα, τόσο σε μικροπροληπτικό όσο και σε μακροπροληπτικό επίπεδο.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ έχει διενεργήσει ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για την εκτίμηση των χρηματοοικονομικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στις συστημικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ, ενώ ενθαρρύνει τις τράπεζες να ενσωματώσουν την αξιολόγηση των κλιματικών κινδύνων στις πιστοδοτικές διαδικασίες τους και στην εν γένει αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου.
Αντίστοιχα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου χαρακτηρίζει τον κλιματικό κίνδυνο ως έναν από τους συστημικούς κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και διερευνά τα κατάλληλα εργαλεία πολιτικής για την αντιμετώπισή του σε μακροπροληπτικό επίπεδο. Το νέο κανονιστικό πλαίσιο για τις τράπεζες, το οποίο αναμένεται να εφαρμοστεί από το 2025, περιλαμβάνει πρόσθετες απαιτήσεις για αυτούς τους κινδύνους, όπως την ενσωμάτωσή τους στο εποπτικό πλαίσιο και στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών. Όλα αυτά τα μέτρα συνάδουν με τους στόχους του Ευρωσυστήματος για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ενώ ταυτόχρονα στηρίζουν τις ευρωπαϊκές πολιτικές για την πράσινη μετάβαση.
Στην Τράπεζα της Ελλάδος, η κλιματική αλλαγή και η βιωσιμότητα ήταν πάντα ψηλά στην ατζέντα μας. Ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με αυτά τα ζητήματα το 2009, όταν συστήσαμε τη διεπιστημονική Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ). Έκτοτε, εργαζόμαστε συστηματικά στην έρευνα, συμβάλλοντας και στη χάραξη πολιτικής, ώστε να περιοριστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις και να διευκολυνθεί η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, τον Ιούνιο του 2021 δημιουργήσαμε το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, με κύριο σκοπό το συντονισμό των σχετικών δραστηριοτήτων μας, ενώ το Νοέμβριο του ίδιου έτους, στο πλαίσιο της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26), δημοσιεύσαμε τη δέσμευσή μας να συμβάλλουμε, στο πλαίσιο της εντολής μας, στην εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων, με σχετικές ενέργειες και αντίστοιχο σχέδιο δράσης για τα πεδία όπου δραστηριοποιούμαστε.
Επιπρόσθετα, προάγουμε συστηματικά τη συνεργασία και το συνεχή διάλογο με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τα ενδιαφερόμενα μέρη – για παράδειγμα η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει στην εκπόνηση σχετικών μελετών υπό το συντονισμό του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος. Μάλιστα, το 2023, δημοσιοποιήσαμε τα πρώτα – ενδιάμεσα – αποτελέσματα των μελετών που γίνονται στο πλαίσιο των εργασιών της ΕΜΕΚΑ και του έργου LIFE-IP AdaptΙnGreece για την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή. Σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών παρουσιάσαμε επικαιροποιημένα στοιχεία προβλέψεων για την εξέλιξη της μεταβολής του κλίματος, ενώ ανακοινώσαμε αποτελέσματα για δύο τομείς: της γεωργίας και των μεταφορών.
Παράλληλα με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, παρουσιάσαμε στοιχεία και για την τρωτότητα, μια έννοια πολυδιάστατη που ενσωματώνει φυσικούς και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, καθώς ο αποτελεσματικός σχεδιασμός εθνικής πολιτικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή δημιουργεί ανάγκες εκτίμησής της σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις των μελετών δείχνουν σημαντικές επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή για την Ελλάδα, με αυξημένη πιθανότητα για πιο συχνά και σφοδρά ακραία καιρικά φαινόμενα, μείωση βροχοπτώσεων και αύξηση ξηρασίας, άνοδο της στάθμης της θάλασσας και περισσότερες ημέρες καύσωνα. Μάλιστα, οι προβλέψεις για τη δεκαετία του 2050 περιλαμβάνουν το σημείο καμπής πέραν του οποίου η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα θα είναι μη αναστρέψιμη, εάν δεν εφαρμοστούν τα απαραίτητα μέτρα αναχαίτισης της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη.
ΙΙΙ. Διαχείριση των προκλήσεων
Εκτός από τους κινδύνους που δημιουργεί η μεταβολή του κλίματος, οι δράσεις για την αντιμετώπιση και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μπορούν να αποτελέσουν και ευκαιρίες, εάν αντιμετωπιστούν ως επενδύσεις που θα φέρουν νέες, πιο αποτελεσματικές και περισσότερο βιώσιμες μορφές ανάπτυξης, προς μια πιο ανθεκτική και πράσινη οικονομία. H χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων αποτελεί ευκαιρία και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την αποδοτικότερη αξιοποίηση των αποταμιεύσεων των Ευρωπαίων πολιτών.
Η παρούσα χρονική συγκυρία είναι κομβικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι πολλαπλές προκλήσεις – όπως η κλιματική κρίση. Για το σκοπό αυτό απαιτείται πολύ υψηλή χρηματοδότηση, η οποία μπορεί να επιτευχθεί και μέσω μιας ενοποιημένης αγοράς κεφαλαίων που θα διευκολύνει τις επενδύσεις και τις ροές κεφαλαίων, αλλά και μέσα από την εφαρμογή ενός ενιαίου νομοθετικού και εποπτικού πλαισίου.
Όσο προχωρεί η ενοποίηση και αυξάνεται ο συντονισμός των πολιτικών στη Νομισματική Ένωση, με τη δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών και την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, τόσο περισσότερο θα ενισχύεται η ανθεκτικότητα της οικονομίας της ζώνης του ευρώ και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος στις τρέχουσες προκλήσεις και τις μελλοντικές διαταραχές.
Τέλος, η ισχυρή πολιτική δέσμευση μαζί με τη συνεργασία όλων των ενδιαφερόμενων μερών είναι κρίσιμης σημασίας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Είναι απαραίτητο οι κυβερνήσεις, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, τα εθνικά κοινοβούλια, η επιστημονική κοινότητα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η κοινωνία ευρύτερα να είναι σε διαρκή διάλογο και να γίνονται συντονισμένες ενέργειες για την εφαρμογή των πολιτικών και τη δράση για το κλίμα.