Κάθε μορφή ζωής στη γη, εξαρτάται από τη φύση για την επιβίωσή της. Από την τροφή και τα φάρμακα που χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε, μέχρι την ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε ή του νερού που πίνουμε. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το αντίστροφο. Η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει σε ένα μεγάλο βαθμό συντελέσει στη μείωση των πληθυσμών άγριας ζωής, την πλέον τρανή απόδειξη της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων.
Κάθε δύο χρόνια το WWF δημοσιεύει την έκθεση “Ζωντανός Πλανήτης”. Πρόκειται για τα αποτελέσματα του Δείκτη του Ζωντανού Πλανήτη (Living Planet Index, LPI) που καταγράφει τις αλλαγές που παρατηρούνται στους πληθυσμούς των σπονδυλωτών ζώων από το 1970 μέχρι και σήμερα και μας βοηθά να ανιχνεύσουμε και κυρίως να ερμηνεύσουμε τις τάσεις στη φύση. Στη φετινή 15η έκδοση που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, τα αποτελέσματα είναι ξεκάθαρα, και για ακόμα μία φορά αποθαρρυντικά.
Η άγρια ζωή εξαφανίζεται και αυτό δεν είναι υπερβολή
Αντλώντας στοιχεία από 35.000 πληθυσμούς και 5.495 είδη, παρατηρείται μία καταστροφική μείωση κατά 73% των πληθυσμών αυτών. Για να το πούμε πιο απλά, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, το μέγεθος των πληθυσμών άγριας πανίδας έχει μειωθεί, κατά μέσο όρο, κατά σχεδόν τρία τέταρτα. Και το ακόμα πιο δραματικό στοιχείο είναι ότι οι αρνητικές αυτές τάσεις είναι παρόμοιες σε όλα τα οικοσυστήματα: Στα χερσαία συστήματα η μείωση φτάνει το 69%, στα ποτάμια και τις λίμνες στο άκρως ανησυχητικό 85% και στις θάλασσες και τους ωκεανούς στο 56%.
Παρακολουθώντας τις μεταβολές στην αφθονία των πληθυσμών, μπορούμε στην ουσία να κατανοήσουμε την υγεία των οικοσυστημάτων και το πόσο καλά αυτά λειτουργούν. Οι σταθεροί πληθυσμοί μακροπρόθεσμα παρέχουν ανθεκτικότητα έναντι διαταραχών όπως οι ασθένειες και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Αντίθετα, η μείωση των πληθυσμών, που τόσο ξεκάθαρα δείχνει ο δείκτης LPI, μειώνει την ανθεκτικότητα και τη σταθερότητα των οικοσυστημάτων. Και αυτό δεν είναι αφηρημένη έννοια. Είναι κάτι που υπονομεύει τα οφέλη που παρέχουν τα οικοσυστήματα στους ανθρώπους – από την τροφή, το καθαρό νερό και την αποθήκευση άνθρακα για ένα σταθερό κλίμα μέχρι την ευρύτερη συμβολή της φύσης στην πολιτιστική, κοινωνική και πνευματική μας ευημερία.
Δεν μειώνονται βέβαια όλοι οι πληθυσμοί. Κάποιοι είναι σταθεροί και κάποιοι αυξάνονται. Για την ακρίβεια η Ευρώπη είναι από τις περιοχές του πλανήτη που δείχνει τη μικρότερη μείωση, κατά 35%, την ίδια στιγμή οι πληθυσμοί άγριας ζωής στη Λατινική Αμερική σημειώνουν μια ελεύθερη πτώση κατά 95%. Αυτό οφείλεται σε ένα βαθμό στο ότι στην Ευρώπη ήδη από το 1970, που αποτελεί τη χρονιά βάσης, παρατηρήσαμε τα αποτελέσματα της υποβάθμισης των οικοτόπων, της ρύπανσης των υδάτων και της υπερεκμετάλλευσης των ειδών και λήφθηκαν πιο έγκαιρα, συγκριτικά με άλλες περιοχής του πλανήτη, δράσεις προστασίας. Οφείλεται όμως, και στο γεγονός ότι στην Ευρώπη έχουμε και σημαντικές επιτυχίες ανάκαμψης ειδών μετα από χρόνια συστηματικής προστασίας, ιδιαίτερα μέσα από τις σχετικές πολιτικές της ΕΕ. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Οδηγία των Οικοτόπων και η ίδρυση του δικτύου Natura 2000, το μεγαλύτερο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών στον κόσμο.
Το θολό τοπίο της Ελλάδας
Στην Ελλάδα παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια την ανάκαμψη εμβληματικών ειδών, όπως ο λύκος, η μεσογειακή φώκια αλλά και η χελώνα καρέτα που μάλιστα το 2024 κατέγραψε ρεκόρ φωλιών. Τα είδη αυτά παρέχουν την απόδειξη ότι οι δράσεις προστασίας, όταν εφαρμόζονται με συνέπεια και σταθερότητα, φέρνουν απτά αποτελέσματα. Ο ασπροπάρης που κατάφερε να φωλιάσει μετα από χρόνια στα Μετέωρα, αλλά και η επιστροφή του τσακαλιού σε περιοχές που είχε εξαφανιστεί στο πρόσφατο παρελθόν, είναι κάποια επιπλέον θετικά παραδείγματα.
Ωστόσο, αυτά τα παραδείγματα δεν είναι σε καμία περίπτωση λόγος εφησυχασμού, κυρίως γιατί δεν γνωρίζουμε αν αποτελούν τον κανόνα για τη βιοποικιλότητα της χώρας μας. Στην Ελλάδα μάς λείπουν προγράμματα συστηματικής παρακολούθησης για την πλειονότητα των ειδών, ώστε να διακρίνουμε με τεκμηριωμένο τρόπο τις τάσεις των πληθυσμών. Και παρά το γεγονός ότι η χώρα έχει ένα πολύ καλό ποσοστό προστατευόμενων περιοχών (ΠΠ), που αποτελούν τα καλύτερα εργαλεία προστασίας της βιοποικιλότητας, πολύ λίγες από αυτές έχουν θεσπισμένο καθεστώς προστασίας. Το αρμόδιο ΥΠΕΝ καθυστερεί αδικαιολόγητα να ολοκληρώσει τη διαδικασία έγκρισης των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών (ΕΠΜ) και την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων προστασίας. Λείπουν επίσης από τις ΠΠ σχέδια διαχείρισης, με αποτέλεσμα να βλέπουμε αποσπασματικές δράσεις προστασίας ανάλογα με την διαθεσιμότητα ή όχι χρηματοδότησης, προσωπικού και εξοπλισμού.
Όλο και περισσότερο οι πληθυσμοί των ειδών είναι εκτεθειμένοι σε γεγονότα ή σε καταστροφές (π.χ. ακραίες κλιματικές μεταβολές, πλημμύρες, δασικές πυρκαγιές, κτλ). που πλέον αναγνωρίζονται ως σημεία καμπής και που υποβαθμίζουν σταδιακά τα οικοσυστήματα. Και μπορεί να λέμε συχνά ότι το πέταγμα μίας πεταλούδας στον Αμαζόνιο μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα, αλλά μπορούμε να φανταστούμε τι θα συμβεί στον πλανήτη, αν το δάσος του Αμαζονίου αποψιλωθεί πέρα από ένα κρίσιμο σημειο ή οι πάγοι στη Γροιλανδία λιώσουν. Όλα αυτά δεν είναι υποθέσεις, αλλά μία όλο και πιο πιθανή πραγματικότητα.
Η διαρκής υποβάθμιση της φύσης και η αποσταθεροποίηση του κλίματος δεν μπορεί να συνεχίσει άλλο. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όσα θα γίνουν ή δεν θα γίνουν τη επόμενη πενταετία θα καθορίσουν το μέλλον της ζωής στη Γη. Οι διεθνείς στόχοι όπως η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, το παγκόσμιο πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα και οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ δείχνουν πού πρέπει να πάμε και το δρόμο για να το πετύχουμε. Όλοι μας – κυβερνήσεις, εταιρείες, οργανισμοί, πολίτες – πρέπει τώρα να δεσμευτούμε στην πορεία που χαράσσουν αυτές οι αποφάσεις και να καταδικάσουμε όσους δεν το πράττουν.
Μόνο με συλλογική δράση μπορούμε να πετύχουμε.
Παναγιώτα Μαραγκού, επικεφαλής προγραμμάτων προστασίας περιβάλλοντος, WWF Ελλάς