γράφει ο Χρίστος Τσαντήλας, επιστημονικός συνεργάτης του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης ΕΝΑ – Ανάλυση στο Ινστιτούτο ΕΝΑ
Παρά τις υψηλές προσδοκίες, η COP29 πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες που από την αρχή φάνηκε ότι δεν προοιωνίζονταν θετικές εξελίξεις:
- H χώρα που τη φιλοξένησε είναι μία από τις μεγαλύτερες παραγωγές χώρες ορυκτών καυσίμων, τα οποία εκεί θεωρούνται «δώρο του Θεού». Όπως αποκάλυψε η διεθνής μη κυβερνητική οργάνωση Global Witness, ο αναπληρωτής Υπουργός Ενέργειας του Αζερμπαϊτζάν Elnur Soltanov, ο οποίος ήταν και διευθύνων σύμβουλος της Συνόδου, συζητούσε με εταιρείες για «επενδυτικές ευκαιρίες», διαβεβαιώνοντας ότι τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να έχουν θέση για πάντα στο ενεργειακό γίγνεσθαι [1].
- Η αμερικανική αντιπροσωπεία συμμετείχε με «δεμένα χέρια» μετά την εκλογή του νέου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος στην προηγούμενη θητεία του είχε αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού και, όπως δήλωσε, προτίθεται να κάνει το ίδιο και στην επόμενη θητεία του, δεδομένου ότι θεωρεί «απάτη» το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Αυτό επηρέασε και τη στάση της Κίνας, η οποία, μαζί με τις ΗΠΑ, παράγει, με βάση στοιχεία για το έτος 2023, το 41,35% των συνολικών εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ) (30,10% και 11,25% αντίστοιχα) [2]. Πολλοί εμπειρογνώμονες εκτιμούν ότι η εκ νέου απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού θα είναι «το τελευταίο καρφί στο φέρετρο για το στόχο διατήρησης της αύξησης της θερμοκρασίας κάτω του 1,5oC».
- Το 2024 προβλέπεται ότι θα είναι πιο θερμό και από το 2023, έτος κατά το οποίο η μέση θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ήταν η υψηλότερη που έχει καταγραφεί από την προβιομηχανική περίοδο [3].
Όλα αυτά δημιούργησαν ένα κλίμα απαισιοδοξίας και καχυποψίας, που οδήγησε σε έντονες διαφωνίες και αντιπαραθέσεις, οι οποίες κορυφώθηκαν τη δεύτερη εβδομάδα, φθάνοντας μέχρι το σημείο να κινδυνεύσουν με πλήρη κατάρρευση οι εργασίες της COP29. Οι μεγαλύτερες συγκρούσεις καταγράφηκαν όταν οι εργασίες έφθασαν στο θέμα της χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων χωρών για την αντιμετώπιση και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στο κρίσιμο αυτό χρονικό σημείο και οι αντιθέσεις μεταξύ διαφόρων ομάδων χωρών αποτυπώνονται χαρακτηριστικά στις αναφορές των μεγαλύτερων διεθνών πρακτορείων.
Οι Financial Times εκτιμούσαν στα μέσα της δεύτερης εβδομάδας ότι οι συνομιλίες στη Σύνοδο ανατρέπονταν και κινδύνευαν να καταρρεύσουν ύστερα από την αποτυχία των χωρών της G20, οι εργασίες της οποίας εξελίσσονταν παράλληλα, να υποστηρίξουν ρητά τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα, όπως είχε δεσμευθεί η προηγούμενη σύνοδος COP28. Οι New York Times επισήμαναν ότι οι εργασίες δεν εξελίσσονται αισιόδοξα, καθώς οι αναπτυγμένες και οι αναπτυσσόμενες χώρες «εξακολουθούν να βρίσκονται σε αδιέξοδο» σε ό,τι αφορά τη θέσπιση ενός παγκόσμιου στόχου για τη χρηματοδότηση του κλίματος. Οι FT σημείωναν ότι «οι δυτικές χώρες κατακεραύνωσαν τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες», επειδή «μπλόκαραν» την αναφορά στα ορυκτά καύσιμα σε δύο σημαντικά κείμενα διαπραγμάτευσης, κατηγορώντας ομάδα χωρών με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία. Το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων κατηγόρησε ειδικότερα τη Σαουδική Αραβία, η οποία ως επικεφαλής 22 αραβικών χωρών εναντιώνεται στη δέσμευση για κατάργηση των ορυκτών καυσίμων. Το Bloomberg εκτιμούσε ότι οι συνομιλίες είναι σε «αδιέξοδο» και ότι το πρόβλημα θα μετατεθεί στην επόμενη Σύνοδο COP30, που θα φιλοξενηθεί στη Βραζιλία τον ερχόμενο χρόνο. Στο πλαίσιο αυτό, οι Αμερικανοί εκπρόσωποι στη Σύνοδο δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, λόγω της εκλογής νέου προέδρου με τις γνωστές θέσεις για τα ορυκτά καύσιμα. Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες δήλωσε κατηγορηματικά ότι «ο στόχος του 1,5oC δεν μπορεί με τίποτε να επιτευχθεί εάν δεν καταργηθούν σταδιακά τα ορυκτά καύσιμα. Η όλη δυσπραγία που παρατηρείται στη Σύνοδο οφείλεται στην απροθυμία των αναπτυγμένων χωρών να πληρώσουν». Και τα ποσά που απαιτούνται για μια δίκαιη μετάβαση είναι πολύ μεγάλα, περίπου 1 τρισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο, όπως ισχυρίζονται οι μη αναπτυγμένες χώρες.
Υπογραμμίζεται ότι το ύψος της διεθνούς χρηματοδότησης είναι ζωτικής σημασίας για τη μετάβαση των αναπτυσσόμενων χωρών στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων. Η χρηματοδότηση αυτή υποστηρίζει την κατασκευή υποδομών για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αντισταθμίζει τις οικονομικές επιπτώσεις λόγω της μείωσης των εσόδων από ορυκτά καύσιμα, διευκολύνει τη μεταφορά τεχνολογίας και βοηθά στην ανάπτυξη ρυθμιστικών πλαισίων για καθαρότερη ενέργεια. Συνδράμει, επίσης, στην οικοδόμηση ανθεκτικότητας έναντι των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και εκπληρώνει τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη Συμφωνία του Παρισιού, αναγνωρίζοντας το δυσανάλογο βάρος της κλιματικής αλλαγής για τις αναπτυσσόμενες χώρες και την ιστορική ευθύνη των πλουσιότερων χωρών για τις εκπομπές.
Μπροστά στις μεγάλες αυτές δυσκολίες, αποφασίστηκε συνεπώς, την τελευταία ημέρα της Συνόδου, να δοθεί παράταση μίας ακόμα ημέρας, στην οποία τελικά επιτεύχθηκε μια συμφωνία. Τα κύρια σημεία της μπορούν να συνοψισθούν στα παρακάτω:
- Η απόφαση της COP28 περί της «αρχής του τέλους των ορυκτών καυσίμων» δεν μετουσιώθηκε σε πράξη.
- Η ετήσια χρηματοδότηση υπέρ των αναπτυσσόμενων χωρών, όπως ανακοίνωσε η αρμόδια Γραμματεία για το κλίμα του ΟΗΕ, θα ανέρχεται σε 300 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2035. Το ποσό αυτό, αν και τριπλάσιο από τον προηγούμενο στόχο, υπολείπεται αισθητά του ποσού που ζητούν οι αναπτυσσόμενες χώρες. Η απόφαση σημειώνει εντούτοις ότι θα καταβληθούν προσπάθειες από όλα τα μέρη για την αύξηση της χρηματοδότησης προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, από δημόσιες και ιδιωτικές πηγές, στο ποσό των 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως έως το 2035.
Οι αντιδράσεις για την απόφαση είναι ενδεικτικές της αποτυχίας της Συνόδου. H Τσάντνι Ράινα, εκπρόσωπος της ινδικής αντιπροσωπείας στην COP29, δήλωσε σχετικά: «Είμαστε απογοητευμένοι από το αποτέλεσμα, το οποίο αναδεικνύει σαφώς την απροθυμία των συμβαλλόμενων αναπτυγμένων χωρών να εκπληρώσουν τις ευθύνες τους. Με λύπη μου πρέπει να πω ότι το κείμενο της απόφασης αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια οπτική ψευδαίσθηση». Πολύ πιο επιθετικές ήταν οι αντιδράσεις άλλων χωρών, όπως π.χ. η αντίδραση της αντιπροσωπείας του Παναμά, η οποία για το ποσό της προτεινόμενης χρηματοδότησης από τις αναπτυγμένες χώρες δήλωσε: «Είναι γελοίο. Απλά γελοίο». «Φαίνεται ότι ο αναπτυγμένος κόσμος θέλει να καεί ο πλανήτης», μετέδωσε το πρακτορείο Reuters. Η άποψη αυτή φαίνεται να είναι διάχυτη στο σύνολο των μη αναπτυγμένων χωρών, οι οποίες θεωρούν ότι το προτεινόμενο ποσό των 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο είναι πολύ μικρό για να αντιμετωπιστούν, με δίκαιο για αυτές τρόπο, οι ανάγκες της ενεργειακής μετάβασης και η προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και ζητούν τετραπλάσια ποσά. «Απογοητευτική» και «κατώτερη των προκλήσεων» χαρακτήρισε ωστόσο τη συμφωνία και η Γαλλίδα Υπουργός Οικολογικής Μετάβασης Ανιές Παμιέ Ρουνασέ.
Οι ηγεσίες των οικονομικά ισχυρών χωρών -και ιδιαίτερα αυτών που έχουν την κύρια ευθύνη για την κλιματική αλλαγή-, όπως οι ΗΠΑ, είναι απροκάλυπτα κυνικές. Δεν νιώθουν τη δυστυχία των φτωχών χωρών, που υφίστανται πρωτίστως τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής χωρίς να έχουν σχεδόν καμία ευθύνη γι’ αυτήν, εγκαταλείποντάς τες σε μια καταστροφική πορεία λόγω της εξάρτησής τους από τα ορυκτά καύσιμα.
Τα αποτελέσματα της COP29 επιβεβαιώνουν, επίσης, ότι μικρές χώρες με μεγάλη ευαλωτότητα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως η χώρα μας, πρέπει να επενδύσουν σοβαρά στην αυτοπροστασία τους, δηλαδή στη δραστική και καθολική ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους έναντι κλιματικών ρίσκων.
Από όλες τις μέχρι σήμερα Συνόδους για το Κλίμα προκύπτει με σαφήνεια ότι στον πόλεμο ενάντια στην κλιματική αλλαγή θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι ότι θα είμαστε μόνοι μας, όπως σε οποιονδήποτε πραγματικό πόλεμο. Οι περσινές δραματικές καταστροφές που προκάλεσαν στη Θεσσαλία οι πλημμύρες και η φετινή ξηρασία που εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ένταση έχουν οδηγήσει ήδη σε απελπισία μεγάλα τμήματα του αγροτικού κυρίως κόσμου, που εγκαταλείπει τη γεωργία «μεταναστεύοντας», ουσιαστικά και τυπικά, σε άλλες περιοχές εντός και εκτός της χώρας.
Τόσο η αύξηση της έντασης και συχνότητας των ακραίων φαινομένων όσο και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα επιτάσσουν τη συλλογική κινητοποίηση των δημόσιων αρχών, σε όλες τις βαθμίδες, σε άμεση συνεργασία με την κοινωνία και τις οργανώσεις της, τους εργαζομένους, τους επιστημονικούς και επαγγελματικούς φορείς και τις επιχειρήσεις, με στόχο την κλιματική θωράκιση της χώρας. Αυτό σημαίνει άμεση και αποφασιστική εφαρμογή των Περιφερειακών Σχεδίων Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ), μέτρα προστασίας εναντίον των πλημμυρών, της ξηρασίας και της ερημοποίησης, ανασυγκρότηση του πρωτογενή τομέα με βάση τα νέα κλιματικά δεδομένα με γνώμονα την εξασφάλιση της επισιτιστικής επάρκειας και ασφάλειας, καθώς και ενίσχυση των αδύναμων που πλήττονται (και) από την κλιματική αλλαγή, ώστε να αντέξουν και να συνεχίσουν να προστατεύουν την περιφέρεια από τη δημογραφική και οικονομική παρακμή. Παράλληλα, απαιτείται αναχαίτιση της συντελούμενης επίθεσης στους φυσικούς πόρους (γη, νερό) εις βάρος του γενικού συμφέροντος που έχει επιτραπεί σε ορισμένους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, οι οποίοι, αντί να συνδράμουν, στο βαθμό που τους αναλογεί, στη δίκαιη μετάβαση, χρησιμοποιούν την πράσινη μετάβαση ως κερδοσκοπική «ευκαιρία», ενισχύοντας τον φαύλο κύκλο της άνισης και μη βιώσιμης εντέλει ανάπτυξης. Η ανάπτυξη μπορεί να χαρακτηριστεί ως βιώσιμη μόνο εάν επιτυγχάνει να προωθεί ταυτόχρονα και με ολιστικό τρόπο την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική διάσταση. Μπορούμε να αισιοδοξούμε για μια καλύτερη πορεία; Η απάντηση εξαρτάται από τις κοινωνίες και τις επιλογές τους.
2. https://edgar.jrc.ec.europa.eu/report_2024#emissions_table
3. Ανάλυση της ομάδας του Carbon Brief βασισμένη σε δεδομένα των οργανισμών NASA, NOAA, Berkley Earth, WMO, Copernicus-(https://www.carbonbrief.org/)