Περίπου 430 εκατομμύρια στρέμματα δασών χάθηκαν από το 2004 έως το 2017, σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Ταμείου για τη Φύση (WWF), που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η εμπορική γεωργία, η οποία αποψιλώνει για τις καλλιέργειες και την εκτροφή ζώων, είναι η κύρια αιτία αυτής της καταστροφής των δασών, ιδιαίτερα στη Νότια Αμερική, σύμφωνα με τη μη κυβερνητική οργάνωση. Τα ορυχεία, αλλά και οι υποδομές, ιδιαίτερα οι οδικές, η δασική βιομηχανία και οι καλλιέργειες για προϊόντα διατροφής, κυρίως στην Αφρική, αναφέρονται επίσης ως σημαντικοί παράγοντες.
Απ' αυτά τα 24 «θερμά σημεία» της παγκόσμιας αποψίλωσης των δασών, τα 9 βρίσκονται στη Λατινική Αμερική, 8 στην Αφρική και 7 στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού. Σ' αυτά συγκεντρώνεται πάνω από το μισό (52%) της παγκόσμιας καταστροφής των τροπικών δασών, σύμφωνα με τη μκο.
Οι ζώνες που έχουν πληγεί περισσότερο είναι η βραζιλιάνικη Αμαζονία και η περιοχή της Σεράντο στη Βραζιλία, η Αμαζονία της Βολιβίας, η Παραγουάη, η Αργεντινή, η Μαδαγασκάρη και τα νησιά Σουμάτρα και Βόρνεο στην Ινδονησία και τη Μαλαισία.
Η βραζιλιάνικη περιφέρεια της Σεράντο, για παράδειγμα, πλήττεται κυρίως από την ανάπτυξη της γεωργίας και έχει χάσει 30 εκατομμύρια στρέμματα δάσους στο διάστημα από το 2004 έως το 2017, ενώ από το έτος 2000 έχει εξαφανισθεί άνω του 30% της συνολικής δασικής επιφάνειας.
Εξάλλου, σχεδόν το μισό (45%) των δασών, που έχουν απομείνει σ' αυτές τις 24 ζώνες, έχουν υποστεί ζημιές ή έχουν κατατεμαχιστεί, πράγμα που τα καθιστά περισσότερο ευάλωτα, ιδιαίτερα στις πυρκαγιές, οι οποίες ενισχύονται και πολλαπλασιάζονται τις τελευταίες δεκαετίες.
Η κατάσταση αυτή θέτει σε κίνδυνο τα ευάλωτα οικοσυστήματα που φιλοξενούν τα δάση και συνεπώς τις κατοικίες πολυάριθμων ειδών. Επίσης ευνοεί τις επαφές ανάμεσα σε άγρια είδη και ανθρώπους και κατά συνέπεια το πέρασμα στον άνθρωπο ασθενειών ζωικής προέλευσης (ζωονόσων), όπως φάνηκε με την πανδημία της Covid-19.