«Η ενεργειακή μετάβαση έχει ανάγκη από δημοκρατία, δικαιοσύνη και πλουραλισμό. Η κοινωνία θέλει να δει τη συμμετοχή της στην πράσινη μετάβαση, αλλά το μόνο που βλέπει σήμερα είναι ότι οι λογαριασμοί ρεύματος έχουν εκτοξευθεί, λόγω των υπερκερδών λίγων», υπογράμμισε ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σ.Φάμελλος, κατά τη σημερινή του ομιλία στο Διεθνές Συνέδριο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ) της Ελλάδος με τίτλο «Κλιματική Κρίση και Κοινωνικός Διάλογος προς τη Βιώσιμη Μετάβαση».
Επισήμανε αρχικά τον πληθωρισμό αβεβαιοτήτων, λόγω της πανδημίας και του πολέμου, αλλά και την αποτυχία της παγκόσμιας πολιτικής να προωθήσει την ειρήνη και τον αφοπλισμό. «Η κλιματική κρίση αμφισβητεί τη βιωσιμότητα όλης της ανθρώπινης κοινωνίας και των οικοσυστημάτων. Και πολύ πριν από την κλιματική κατάρρευση, που δεν είναι μακριά, η κλιματική κρίση τα επόμενα χρόνια θα οδηγήσει σε εκατομμύρια κλιματικών προσφύγων, οξεία επισιτιστική κρίση και πολεμικές συρράξεις. Όμως καμιά συζήτηση για το κλίμα και για τη βιώσιμη ανάπτυξη δεν έχει νόημα αν δεν υπάρχει ειρήνη. Η πολεμική βιομηχανία και οι εξοπλισμοί δεν είναι μέρος της βιώσιμης ανάπτυξης», σημείωσε, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η παγκόσμια κοινότητα όσο και αν συμφωνεί στα λόγια για την ανάγκη κλιματικής δράσης, κάνει τελικά το εντελώς αντίθετο στην πράξη.
«Όλοι χαιρετήσαμε την πράσινη στροφή των ΗΠΑ, μετά και την εκλογή του κ. Μπάιντεν. Όμως σήμερα, συζητάμε για την τροφοδοσία της Ευρώπης με ορυκτά καύσιμα από τις ΗΠΑ. Συζητάμε επίσης για τον χαρακτηρισμό των επενδύσεων σε πυρηνική ενέργεια και φυσικό αέριο ως βιώσιμες επενδύσεις, δηλαδή το δίλημμα είναι ενεργειακή εξάρτηση και κλιματική κατάρρευση ή πυρηνικός κίνδυνος. Όμως όλα αυτά δεν έχουν σχέση με τη βιώσιμη ανάπτυξη», σημείωσε.
Στη συνέχεια, ο Σ.Φάμελλος στάθηκε ιδιαίτερα στο θεσμό της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ), τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, επισημαίνοντας ότι οι ΟΚΕ αποτελούν χώρους συγκλίσεων και συνδιαμόρφωσης πολιτικών. «Κάθε προσπάθεια να ανατραπεί η σημερινή, μονομερής διατύπωση πολιτικών είναι θετική, αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διαχωρίζουμε τη θέση μας από οποιαδήποτε προσπάθεια αποκλεισμού, κομματικής μονοφωνίας μέσα στην ΟΚΕ και χειραγώγησης της ΟΚΕ από την κυβέρνηση».
Αναφερόμενος στον Κλιματικό Νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή, σημείωσε ότι αποτελεί μεγάλο έλλειμμα ότι η σχετική γνώμη της ΟΚΕ οριστικοποιήθηκε μετά την ψήφισή του, και ότι η ΟΚΕ δεν συμμετείχε στις διαδικασίες διαμόρφωσης του κλιματικού νόμου, παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ζήτησε τη συμμετοχή της στην ακρόαση φορέων στη Βουλή. «Ο ρόλος της ΟΚΕ οφείλει να είναι ουσιαστικός και όχι διακοσμητικός. Εξάλλου, το 2018 επί ΣΥΡΙΖΑ, η ΟΚΕ συμμετείχε τόσο στη διαμόρφωση της Αναπτυξιακής Στρατηγικής της χώρας, που σηματοδότησε την έξοδο της χώρας από την εποχή των μνημονίων όσο και στην πρώτη Εθελοντική Αξιολόγηση της χώρας σε σχέση με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης».
Υπογραμμίζοντας ότι η κλιματική πολιτική της κυβέρνησης έχει πλέον σημαντικό έλλειμμα αξιοπιστίας, λόγω των παλινωδιών στο θέμα της απολιγνιτοποίησης, αλλά και των αποσπασματικών ρυθμίσεων του κλιματικού νόμου όσον αφορά στα κτίρια, τις μεταφορές και τη μη συμπερίληψη του αγροτικού τομέα, ο Σ.Φάμελλος στάθηκε ιδιαίτερα στη σημερινή πολιτική στο θέμα των ΑΠΕ και της εξοικονόμησης. «Ο χωροταξικός σχεδιασμός στην Ελλάδα καθυστερεί για έναν ακόμη χρόνο, οι ΑΠΕ χωροθετούνται με συνθήκες άγριας δύσης, ενώ η εξοικονόμηση στους επαγγελματίες, στη βιομηχανία και στο Δημόσιο, π.χ. με το πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ καθυστερούν από το 2019», σημείωσε, καταλήγοντας ότι η κοινωνία νιώθει αποκλεισμένη από την πράσινη μετάβαση και με τις κατά περίπτωση ρυθμίσεις δεν μπορεί να πιστέψει στην ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου.
Ο Σ.Φάμελλος υπογράμμισε ότι πλέον παγκόσμια αλλά και στην Ελλάδα έχουμε δύο νέα επίδικα: το δικαίωμα της πρόσβασης σε καθαρή και προσιτή ενέργεια, και το δικαίωμα σε ένα υγιές, ασφαλές και βιώσιμο περιβάλλον, τα οποία δεν διασφαλίζονται, λόγω της αισχροκέρδειας στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αφενός και λόγω της καθυστέρησης του σχεδιασμού για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή που είχε ξεκινήσει το 2016, αφετέρου. «Τα δικαιώματα αυτά πρέπει να μπουν επιτακτικά στη συζήτηση γιατί αφορούν την κοινωνία των πολιτών και τους παραγωγούς, και τα δικαιώματα αυτά μπορεί να τα διασφαλίσει μόνο μια ισχυρή Πολιτεία. Η Πολιτεία οφείλει να έχει σχέδιο για την πράσινη μετάβαση, να το ελέγχει, να υποστηρίζει όλους τους κοινωνικούς εταίρους για να μη μείνει κάποιος πίσω. Μόνες τους οι λογικές της αγοράς και του κέρδους δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη μετάβαση. Η μετάβαση για να είναι επιτυχημένη, πρέπει να είναι βιώσιμη. Και για να είναι βιώσιμη πρέπει να είναι δίκαιη και δημοκρατική, με ηγέτη την Πολιτεία».