Η πρόταση προωθεί, εξάλλου, την ενίσχυση του ρόλου των ενώσεων καταναλωτών, με την παροχή εκ μέρους της πολιτείας πόρων για τη λειτουργία τους, την ανάπτυξη προγραμμάτων για την ενίσχυση των υποδομών τους, την παροχή ενισχυμένων αρμοδιοτήτων για την επιβολή των δικαιωμάτων των καταναλωτών και την αποζημίωσή τους από παράνομες συμπεριφορές προμηθευτών. Με τις προτεινόμενες διατάξεις προωθείται και η ενίσχυση του Συνηγόρου του Καταναλωτή και άλλων διαμεσολαβητικών Αρχών, με αρμοδιότητες που θα καθιστούν σημαντικές τις παρεμβάσεις τους και αποτελεσματικότερη την εξωδικαστική διευθέτηση των καταναλωτικών διαφορών αλλά και τη ρύθμιση οφειλών. Προτείνονται, παράλληλα, μέτρα για την ενίσχυση των ουσιαστικών δικαιωμάτων των καταναλωτών και την προαγωγή πολιτικών διαφάνειας ως προς τις χρεώσεις σε ειδικότερους τομείς, «μεταξύ άλλων και με την αποκατάσταση των ρηγμάτων που έχουν προκαλέσει κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών» και ακόμα την ίδρυση Εθνικού Ιδρύματος Κατανάλωσης που θα διενεργεί συγκριτικές δοκιμές, έρευνες, μελέτες, με σκοπό τη βελτίωση του ανταγωνισμού, μέσα από την ενίσχυση της ικανότητας των καταναλωτών να αξιολογούν και να συγκρίνουν τα προσφερόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, όπως ενδεικτικά η Stiftung Warentest (Γερμανία), το Institut National de la Consommmation (Γαλλία).
Σε σχέση με την προτεινόμενη ίδρυση Αρχής Προστασίας Καταναλωτή (Α.Π.ΚΑ.), η ΚΟ του ΠΑΣΟΚ σημειώνει ότι «η υφιστάμενη δομή, στο πλαίσιο του υπουργείου Ανάπτυξης, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις και ανάγκες της προστασίας των καταναλωτών αλλά και τις προκλήσεις της αγοράς». Όπως, εξάλλου, ανεφέρει «ο Συνήγορος του Καταναλωτή δεν έχει εποπτικές αρμοδιότητες, καθώς η συμβολή του συνίσταται κυρίως στην επιδίωξη της εξωδικαστικής διευθέτησης των καταναλωτικών διαφορών. Περαιτέρω, οι λοιπές τομεακές Αρχές (ΤτΕ, ΡΑΕ, ΕΕΤΤ, ΕτΚ, ΕΕΕΠ, ΡΑΕΜ κ.ά.), μολονότι επιτελούν αναμφισβήτητα σημαντικό έργο στη διασφάλιση της ικανότητας και των προϋποθέσεων λειτουργίας των αντίστοιχων αγορών, στη φερεγγυότητα των παρόχων και στην ενίσχυση του μεταξύ τους ανταγωνισμού, με την έμμεση συμβολή τους στην προστασία των καταναλωτών να παραμένει σημαντική, δεν εστιάζουν επαρκώς στις ανάγκες των καταναλωτών και δεν επικεντρώνονται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων τους, όπως κατοχυρώνονται στη νομοθεσία. Γι' αυτό, άλλωστε, και η διοικητική προστασία του καταναλωτή ανατίθεται σε όλες σχεδόν τις χώρες σε διακριτές με τον σκοπό αυτό διοικητικές Αρχές».
Όπως ορίζει η πρόταση νόμου, «η Αρχή Προστασίας Καταναλωτή (Α.Π.ΚΑ.) θα αναλάβει τις αρμοδιότητες των Διευθύνσεων Πολιτικής και Ενημέρωσης Καταναλωτή και Προστασίας Καταναλωτών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και τις αρμοδιότητες της ΔΙΜΕΑ του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, θα διαμορφωθεί ένας εξειδικευμένος, ευέλικτος, αυτοδύναμος και ισχυρός θεσμός για την προστασία των καταναλωτών με κατοχυρωμένη την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών του και αυτοτελή διοικητική υποδομή και αυτονομία». Στην αιτιολογική έκθεση γίνονται ευρύτατες επισημάνσεις στις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν σήμερα οι καταναλωτές στην προστασία των δικαιωμάτων τους, δεδομένου ότι δεν έχουν τις οικονομικές δυνατότητες, τις γνώσεις, την εμπειρία ή την πρόσβαση σε αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να υπερασπιστούν, απέναντι στις ισχυρές οικονομικά και οργανωμένες επιχειρήσεις, τα συμφέροντά τους. Το κόστος, δε, της διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους, όπως τονίζεται, αποδεικνύεται, στην πράξη, απαγορευτικό για τους περισσότερους και οι όποιες διαδικασίες συχνά είναι πολύ χρονοβόρες. Σε αυτό το δυσχερές περιβάλλον, έρχονται να προστεθούν και οι πρακτικές πολλών επιχειρήσεων η οποίες, «διαβλέποντας την αναποτελεσματικότητα της επιβολής των κανόνων προστασίας των καταναλωτών, εκμεταλλεύονται την κατάσταση και ενθαρρύνονται σε ακόμη πιο αντικαταναλωτικές συμπεριφορές, επιδιώκοντας την άντληση παράνομων ωφελειών και υπερβολικών κερδών».
«Σήμερα, εξάλλου, οι ισχυρές επιχειρήσεις -από προνομιακή θέση- επηρεάζουν και συχνά διαμορφώνουν την κυβερνητική πολιτική. Όχι σπάνια, και των αρχών που εποπτεύουν τους ειδικότερους τομείς. Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στο ότι δεν υπάρχει θεσμική μέριμνα για την ενίσχυση του ρόλου των ενώσεων καταναλωτών και τη συμμετοχή και επιρροή τους στη λήψη των αποφάσεων για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων και προβλημάτων. Αναπόφευκτα, έτσι, οι απαντήσεις που δίνει η κυβέρνηση σε αυτά αποβαίνουν μονομερείς και σε βάρος των καταναλωτών. Οι επιχειρήσεις, αντί να μεριμνούν και να διασφαλίζουν την πρόσβαση των καταναλωτών σε λογικές και προσιτές τιμές, όταν ιδίως πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντικά αγαθά, κατοχυρώνουν τα κέρδη τους, επιρρίπτοντας, εκ του ασφαλούς, τους κινδύνους στους καταναλωτές. Η περίπτωση των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας είναι ενδεικτική», επισημαίνει η ΚΟ του ΠΑΣΟΚ.