Η κυρία Εφραίμογλου επεσήμανε:
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,4% είναι μια παρέμβαση δίκαιη και ισορροπημένη, η οποία ανταποκρίνεται στις αυξημένες ανάγκες των εργαζομένων, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις δυνατότητες και τις αντοχές των ελληνικών επιχειρήσεων.
Σε μια περίοδο όπου οι πιέσεις στα εισοδήματα εντείνονται, λόγω του εισαγόμενου πληθωρισμού, η συγκεκριμένη αύξηση αποτελεί απαραίτητο μέτρο διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, ενώ αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο και στην αγορά, ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη των πιο ευάλωτων νοικοκυριών.
Ο επιχειρηματικός κόσμος, παρά τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια, δεν έχει πάψει να αγωνίζεται και να στηρίζει ενεργά την απασχόληση και τα εισοδήματα. Η προσπάθεια αυτή αποτυπώνεται στη σταθερή αύξηση τόσο του αριθμού των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, όσο και των μέσων μηνιαίων αποδοχών στα τελευταία τρία χρόνια.
Για να μπορέσει να διατηρηθεί αυτή η δυναμική, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η πορεία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και να συνεχιστούν τα βήματα βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε απαραίτητο να διατηρηθεί το πλέγμα στήριξης των επιχειρήσεων ενάντια στις επιπτώσεις της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης, με στοχευμένες και δημοσιονομικά υπεύθυνες παρεμβάσεις.
Αναμένουμε, επίσης, να υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις για σταδιακή περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας και να προχωρήσουν με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα οι δράσεις κατάρτισης, με στόχο την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού.
Ο στόχος για μια οικονομία παραγωγική και ανταγωνιστική, η οποία θα δημιουργεί περισσότερες θέσεις εργασίας και καλύτερα εισοδήματα για όλους είναι κοινός. Μπορούμε να τον πετύχουμε, με σταθερότητα και προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις, με επένδυση σε σύγχρονες δεξιότητες, με πίστη στις δυνατότητες των ελληνικών επιχειρήσεων».